ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

17.11.12

Δεκανίκια, ξύλινα

Έχω χάσει τις σκιές μου,σου λέω.
Τα βήματά μου πηγάζουν από δυνάμεις ξένων.
Στηρίζομαι σε αρρενωπούς ώμους
και διασχίζω διαβάσεις,
ενώ παρατηρώ το μουσάτο τους κρανίο
να τρίβεται, 
με χάρη έμπειρη, 
στο λαιμό μου.
Τους αφήνω στα πεζοδρόμια να στέκονται,
να μάχονται τους χαιρετισμούς μου.
Σκουπίζω το σώμα μου με τα ρούχα τους
και αλλάζω στενά,
στενά,στενά.
Αφοπλίζομαι με δίχτυα από σπάγκο
και διασχίζω εξέδρες θεάτρων.
Ψάχνω τους χαμένους μου ήρωες,
μέσα σε καμαρίνια ψωνισμένων,
νεκρόφιλων ηθοποιών.
Αναζητούν την δόση εκείνη 
που θα με θανατώσει,
για να στήσουν την κωμωδία τους,
να διασκεδάσουν το κοινό.
Με όρια και διαγράμματα φλερτάρω,
ύστερα μου ψιθυρίζουν με πάθος 
πως είμαι αθώα,μα τρελή.
Τέτοιο ρόλο μου πρόσφεραν
και εγώ τον μετάλλαξα.
Επέφερα αλλαγή στον γενετικό του κώδικα.
Σε επανέφερα και εσένα ,
αλλά πλέον
ως έναν δειλό και αδέξιο πρωταγωνιστή της
μοίρας μου.
Με ζάλισα,για μια τελευταία φορά αλήθεια,
με ουσίες με κύριο συστατικό το σάλιο σου.
Ντύθηκα,για μια τελευταία φορά αλήθεια,
με την επιδερμίδα της έκδυσής σου.
Άλλαξα στάδιο έπειτα.
Προνύμφη-νύμφη-ακμαίο.
Βρίσκομαι στο τελευταίο.
Κατέστρεψα τα δεκανίκια.
Με εξέλιξα.

και συνεχίζω,
μέχρι εσύ με το μικρό σου δαχτυλάκι και ένα σακίδιο στραβά δεμένο
να σταματήσεις τη γελοία αυτή παράσταση μου.
και αυτή τη φορά 
τίποτα δεν θα είναι αλήθεια.

28.10.12

τζιν

στον Ν

Τι μπορεί να μας συμβεί ;

Ένας παράνομος έρωτας ξέσπασε.
αναδύθηκε στην αγκαλιά  μου,
ξαπόστασε.
Μας έκλεψε ανάσες.
Μας χαμογέλασε πικρά
και εξαφανίστηκε,γοργά.
Ύλη δεν άφησε πίσω του,
μήτε σημάδια,
μονάχα ένα φουλάρι βυσσινί
και ένα χαμένο ασημένιο σκουλαρίκι,
κάπου χάμω στη γη.


Με ένα προσωπάκι γλυκό,ολοκάθαρο,
ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου.
Πήρε τη θέση του πάνω στο κορμί μου.
Ενωθήκαμε στον ύπνο μας.
Τα άκρα μας μπλέχτηκαν,
οι βαριές ανάσες μας γέννησαν ρυθμό.
Έκανε θορύβους με τα χείλη του,
καθώς εγώ του χάιδευα,τα μάυρα του,
τα ανάκατα,
μαλλιά.
Μικρά ματάκια,
τοσοδούλικα,
είχε
και εγώ χείλια μουδιασμένα και απαλά.
Την αυγή με πέτυχε,
να σχεδιάζω λιμνούλες στα στήθη του.
Με φίλησε με ένα νεύμα του,
με έσπειρε βαθιά 
μέσα στις ρίζες του
και φύτρωσα και μέλωσα.
Αποκοιμήθηκα ,
αν και έξω ένας ήλιος,
θρασύς,
θέριζε τα παραθυρόφυλλα..
αν και αυτός με απορία κοίταζε 
τις αποχρώσεις στα κλειστά βλέφαρά μου.

γι αυτό το πρωινό που άλλο δεν θα υπάρξει,
θα γράφω για ΄σενα ,
με ένα κομμάτι πορτοκάλι στα χέρια..



13.10.12

έ(ρωτάς) ;

-Ατενίζω το σκοτάδι.
-Να σε πάω στο λιμάνι μου ;
-Γνωρίζω πως να χάνομαι και δίχως την αλμύρα σου.
-Να λιώσω για ΄σενα ;
-Έλα και πιάσε με από το λαιμό. Πνίξε με.
-Να σε χαϊδέψω θέλω.
Τη φωνή σου,
την τραχεία.
την μουλιασμένη από τα δάκρυα των ημερών. 
Με απαλές,μεθοδικές κινήσεις να σπαταλήσω τις ώρες μου,
αγγίζοντας τις υγρές χορδές σου.
Να πάλλονται αυτές,να σχηματίζουν οντότητες.
Ουρανούς να σχηματίζουν.
-Ουρανούς δεν έχω.Μονάχα θάλασσες και ηλιοκαμένες προβλήτες.
-Κατοίκησε με στο δάσος σου.Κάλυψε με, με το σώμα σου.
-Δεν έχω δάση.Τα χάρισα όλα.Τα πέταξα.
-Και από αναπνοές πως είσαι ;
-Μήτε από αυτές έχω.
Οι αναπνοές μου αδυνατούσαν να ταξιδέψουν
,ζήλευαν τη θάλασσα μου.
Τις αποχωρίστηκα λοιπόν.

Πλέον.Δεν μου ανήκει κανείς.



τρεις νύχτες

Ανοίγω τα χαρτιά μου.
Το αποφάσισα.
Γυρίζω πίσω.

Σαν σκουλήκι που το ξέρασε ο αλλοπρόσαλλος καιρός του Οκτώβρη,
σέρνομαι στους τοίχους,
πίσω από τα καρτ ποστάλ που μου χάριζες.
Αντιστρέφω τους ρόλους μας
Ο χρόνος σαν να κατρακύλησε στους δρόμους που χάραξε ο εγωισμός μας.
Δεν έχει σημασία πια.

( ''Πόσο άγρια με φίλησες!'',θα σου έλεγε ύστερα αυτή.
και εσύ αναψοκοκκινισμένος,φλύαρος,υπερήφανος για το κατόρθωμα σου,
θα ανέβαινες τις ανηφόρες-μας- χοροπηδώντας.
και θα έσταζε ένα φεγγάρι εκεί ψηλά,θηρίο παλαβό.)

Τελευταία ξυπνώ,με ένα συναίσθημα στραβό.
Εξαντλημένη σέρνομαι ως τον καθρέφτη και τσιμπώ τα μάγουλά μου.
Το πρόσωπό μου διαρκώς μεταλλάσσεται.
Είναι ώρες που νομίζω πως συνειδητά αλλάζω δέρμα.
Συνάμα και εκφράσεις και νεύματα.
Η Παρανοϊκή,εγώ.
Μου λένε πως στον ύπνο μου φωνάζω το όνομά σου.
Δεν τους πιστεύω.
Δεν γνωρίζω κανέναν με αυτό το όνομα.
Απογυμνωμένη είμαι από κάθε είδους όνειρο ή εφιάλτη,
ούτε σημάδι από την παρουσία σου τριγύρω.
Μονάχα δροσούλες ξαποσταίνουν στο μαξιλάρι μου
και χαμόγελα γκρεμισμένα,λησμονημένα.

Ξέρεις διαβήκαμε σύνορα.
Μου κρατούσες το χέρι σφιχτά λες και γνώριζες τι ήσουν ικανός να μου κάνεις.
Συρματοπλέγματα στάθηκαν εμπόδια στη φυγή μας.
Νότιες χώρες και τετράγωνα με θέα την πόλη.
Δικαιολογίες πολλές,
αμέτρητες.
Μα επιτέλους γύρισα στην πατρίδα μου και
ξέρεις
είμαι έτοιμη να σου επιστρέψω
 όλα τα ταξίδια που μου έταξες.
Δεν με φοβίζουν πια.







12.10.12

στόχος

άμα θελήσεις στόχευσε με



Και αν ποτέ σε ρωτήσουν
τι έκανα τις νύχτες ,
όταν το σώμα μου
μαζευόταν στην άκρη του κρεβατιού,
να τους πεις 
πως μετρούσα την ευτυχία μου,

με τα δάχτυλα.


30.9.12

Ferreira

Σκαθάρια και χήνες στα πόδια σου.
Μουλιασμένη η μορφή σου.

-Γλυκέ μου,μην κλείνεις πίσω σου την πόρτα. μου φώναζες.
-Καλά.Θα σου κλείνω το μάτι,το δεξί,πονηρά. ξεστόμιζα.

Συμβιβάστηκα στο τέλος.Φορούσα το παλτό μου,γέμιζα τις τσέπες μου πασατέμπος,
και ξαπόσταινα στο θερισμένο σταροχώραφο.
Κρύο δεν έκανε.Ίσως μονάχα εντός μου,ξυπόλητοι βηματισμοί,στα παγωμένα μάρμαρα με ανατρίχιαζαν.
Και εσύ δεν είχες πάψει να με ρωτάς αν κρυώνω.
Κάθε μέρα έπλεκες.
Love of my life..
Με είχε τυλίξει με τα μάλλινα δημιουργήματά σου.
Εξωτερικά ίδρωνα.
Έσταζε φαρμακερός ο ιδρώτας.
Σου άρεσε τότε εσένα,στάλα,στάλα να τον μαζεύεις,να τον ρουφάς.
Ξηροδερμία ύστερα και ένα κάρο λεφτά σε επώνυμες ενυδατικές.

Η απώλεια.
Γιατί πρέπει να μας βαραίνει τόσο ο βοριάς ;
Ερωτήματα καθοριστικά.
Φώλιαζες εσύ,όλο και πιο βαθιά.
Άνοιγες μπουκάλια πόρτο,Ferreira έλεγες.
Θέλω Ferreira.
Δεν έμαθα ποτέ ,γιατί και πως,τέτοιο κόλλημα με το συγκεκριμένο.

Every breath you take..
Εξήντα φορές το άκουσες εκείνο το βράδυ.
Και φιλοξενούσε ο ουρανός ένα φεγγάρι,πύρινο μάγμα.
-Πως συμβιώνει ο άνθρωπος με τον εγκέφαλο του; έλεγες συνέχεια.
Φλέρταρες με την λέξη διαστρέβλωση,
 και αποκοιμήθηκες,
στην νοτισμένη αγκαλιά μου,
 όντας έτοιμος να μουσκέψω το σύμπαν σου.
Άγρια νύχτα.
Άρπαζα τις φωνούλες σου.
Δυνάμεις δίχως συνισταμένη.
Κούραση και λαχτάρα.
Πεινασμένες και οι δυο.
Έγερναν βαριά τα βλέφαρα
και λαχτάρα να σε χορτάσω,με έλουζε.
Ανυπομονησία,να ενώσω τον πόθο μου,
 με το ξαπλωμένο,μοναδικά δοσμένο στον ύπνο,κορμάκι σου.

Με ξύπνησες το πρωί.
Οι ήχοι σου από την κουζίνα.
Άλλαξα πλευρό,χώνοντας τη μύτη μου,
στο μέρος σου,
στη πλευρά του σεντονιού με αποτυπωμένη,
εγκατεστημένη τη μορφή σου.
Πήρα μια γεύση από τα λησμονημένα όνειρα σου.
Με αναστάτωσες.

-Όλον τον κόσμο ή εμένα ;
στεκόσουν στο άνοιγμα της πόρτας.
Μια φέτα από το ζυμωτό προζυμένιο σου ψωμί, 
αλειμμένο με μαρμελάδα βατόμουρο ''χαιρόταν'' την παλάμη σου.
-Χαιρετώ τον υπναρά.Έφτιαξα καφέ για δυο.
Δεν περίμενες απάντηση, μήτε για την ερώτηση μήτε για την κατάφαση,
και αυτό ήταν πιο ανησυχητικό
 ακόμα και από το γεγονός
 οτι δεν έτρωγες για πρωινό
την βρώμη σου και τα συνηθισμένα σου,όπως τα έλεγες.

Τύλιξα στο λαιμό μου,
το πρώτο κασκόλ που βρέθηκε στο δρόμο μου 
και άναψα τσιγάρο,στα όρθια.
-Δεν σου πάει.
-Πρόσεχε..δεν σε συμφέρει,μικρή!
Σου άρεσε να σε φωνάζω μικρή.
Τώρα ξέρω γιατί.
Μου έβαλες καφέ,
στην κούπα σου την αγαπημένη
 και έριξες μέσα μια γεμάτη,γεμάτη κουταλιά ζάχαρη.
Έκπληκτος σε κάρφωσα με τις κόρες μου.
Σκέτο.
Εδώ και χρόνια τον πίνω σκέτο.
Από τότε που σε γνώρισα τον πίνω σκέτο,γλυκιά μου.

Ένας κόμπος στο λαιμό μου.
Με έπνιγε το παράθυρο.
Ο αγέρας κουλουριασμένος στα μαλλιά σου,τι γύρευε εκεί;
Μου άνηκες, μέχρι ώσπου...
Με έπνιγε η βροχή,
στην πόρτα μας,
στο σπίτι μας.
Τα μισάνοιχτα χείλη σου,
έτοιμα να ξεστομίσουν αλήθειες.
Με έπνιγε σταλιά,σταλιά η γύμνια σου,
εκεί ακουμπισμένη στην καρέκλα
και τα τσίγκινα κουτιά που σκίαζαν τα χέρια σου.
Με έπνιγε ,σου λέω,
η κουρτίνα που διαλέξαμε μαζί.
Και η δροσιά της αυγής.

-Μην λιώνεις πλάι στη γη,αγάπη μου..
Με έπνιξες,σαν ψιθύρισες.
Γιατί δεν ουρλιάζεις; Δεν φυσάς τις λέξεις;
Μου απαγόρευσες τις κινήσεις.
Εμφάνισες τους μώλωπες σου,σαν να καυχιόσουν για δαύτους.
Η βαρύτητα.
Το σώμα μου σαν να ακροβατούσε.
Να σε απαλλάξω ήθελα, 
και συμπυκνώθηκα.
Μιλιά δεν μου πήρες.

Εκείνος ο καφές...
καλύτερο δεν ήπια.
Ήξερες εσύ.
μικρή,
τόσο μικρή..

28.9.12

ο Χάβελ


Λένε για έναν άντρα λιπόσαρκο με μικρό κεφάλι και μακρυά χέρια,που ζούσε σε ένα σπίτι πέτρινο κοντά σε μια λίμνη έξω από ένα χωριό.
Η όπερα σαν μοτίβο ακαθόριστων σχημάτων,περίκλειε την καθημερινότητά του.Φωνές αφύσικες,ελαφρώς αλλοπρόσαλλες,θαρρείς ερχόμενες από έναν άλλον χρόνο όπου τα σπίτια είναι τεράστιες αίθουσες γεμάτες εξωτικά πουλιά με κόκκινα φουσκωμένα λαρύγγια.
Περιπλανιόταν σαν πατέρας και σαν φίλος έξω από το σπίτι του.
Προχωρούσε, κοντοστεκόταν,έκλεινε τα μάτια , αδημονούσε για κάτι.


Είχε μια τρέλα,κάτι σαν κρυφό ταρακούνημα,που γεννιόταν στα έγκατα του και βογκούσε.Το χρώμα του γκρίζο σαν χάρτινη σκιά.
Τα παιδιά άρπαζαν μανιωδώς τις στάχτες του,τις μάζευαν μια μια,τις τύλιγαν σε καθαρό κεντητό μαντήλι και μασουλώντας βρεγμένες φέτες ψωμί πασπαλισμένες με κακάο και ζάχαρη,τρεχάμενα,άπλωναν τα χέρια τους με μια κίνηση,
αίφνης ,το μαντήλι με τις στάχτες αφηνόταν στη ποδιά της μάνας τους.
Αυτές με τη σειρά τους,ύστερα από ώρες προσμονής και κούρασης,περιεργάζονταν το μαντήλι,σαν να τους φαινόταν ξένο πια,το άνοιγαν, περιπάιζαν με τα δάχτυλά τους το εσωτερικό του και έπειτα σηκώνοντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά,ξεφεύγοντας από τα στραβά βλέμματα των περαστικών,αστραπιαία το έχωναν ανάμεσα στο μπούστο τους και με στόμφο συγύριζαν τα ρούχα τους.
Η ύλη αυτή υπήρξε εκείνον τον καιρό δυσεύρετη μα πάνω από όλα μυστική.
Οι γυναίκες την έκρυβαν από τους άντρες τους και τις νύχτες ,ενώ δίπλα τα ροχαλητά και παραμιλητά δίναν και πέρναν,αυτές βγάζανε από το μπούστο τους το μαντήλι με τις στάχτες ,το σκόρπιζαν στο δέρμα τους και με απαλές κινήσεις το μετέφεραν σε σημεία ορατά και μη.Η ηδονή βουβή τις τράνταζε,τα σιδερένια ντιβάνια έτριζαν,σεντόνια έσταζαν,το πάτωμα γλιστρούσε..Ύστερα αποκαμωμένες γέρναν το κεφάλι τους στο πλάι και πέφταν σε έναν ύπνο λευκό δίχως όνειρα.

Αυτός δεν γνώριζε. Αφηγούμενος ιστορίες του παρελθόντος δεν έδινε σημασία στα σκυμμένα κεφάλια των παιδιών.
Τι τον ένοιαζε άλλωστε αυτόν;
Ανακάλυπτε  τα πλεγμένα κύτταρά του και εισχωρούσε σε κύκλους ορφανούς.
Οι γυναίκες του θύμιζαν γάλα,κορμοστασιές στα τέσσερα,λύκαινες,ερωτικές πτήσεις..
Ίσως να υποψιαζόταν τον πόθο που δημιουργούσε ,μα αδιαφορούσε για τις ξενικές φαντασιώσεις των θηλυκών.


-Και που θα με πας ;
-Σε ένα νησί,θα δεις.
-Μην βιαστείς μονάχα.Μη χάσουμε τον ήλιο.
-Δεν θα χει ήλιο εκεί,μήτε πρωινά και αυγούλες.
-Και τι θα ΄χει δηλαδή ;
-Θάλασσα παρθένα,πέτρινα σπίτια και χωριουδάκια μικρά σαν τις πατούσες σου.
Του είχε κλείσει τα δάχτυλα ανάμεσα στους μηρούς της και είχε απλώσει το κεφαλάκι της στο στήθος του.
-Γεννήθηκες νωρίς.Άργησες να γευτείς την έλλειψη.
-Τι εννοείς ;
Τα άκρα του σαν να τρεμούλιασαν. Πέτρωσαν οι εκφράσεις του.
-Φύγε μόνος σου.Δεν σπαταλιέμαι άλλο.
Έβαλε τότε αργά αργά το φόρεμα της.
Του τα πήρε όλα,έγινε με μιας ο θάνατος του,η έξοδος του.

19.9.12

θέλω πίσω τον πρώτο μου καιρό


Διάβαζες τις ιστορίες του Σέργιο,
ώρες ολόκληρες και απανωτές,
εκνευρισμένη.


Τις νύχτες έβλεπα ,
πως έπαιζα κρυφτό,
με τα στήθη σου.
Σε ένιωθα διαρκώς εξαρτημένη
και εσύ συνέχεια με έδιωχνες.
Χυνόμουν στα σπλάχνα σου,
σαν νεογέννητο ορφανό,
κουνούσα το κεφαλάκι μου,
και σε έγλυφα.
Μοιάζαμε,έτσι ενωμένοι καθώς ήμασταν,
με το σημείο εκκίνησης,
της πτήσης ενός πουλιού.
Ενός γλάρου ίσως..
Διασχίζαμε τις αποστάσεις,
σαν κύμα να ήμασταν.
Ένα μικρό,αθώο κυματάκι.
Ξαποσταίναμε στη σκάλα του σπιτιού σου,
-σέρναμε νοτιάδες-
και έξω ο ουρανός αγέλαστος,αχόρταγος,
έχασκε θολωμένος.
Δίχως σύμπαν ζούσαμε,
δίχως ραγίσματα.
και η σκόνη που ατένιζε μακριά,πέρα,
σαν Άνοιξη έμοιαζε
και ορμητικά χωνόταν σε χαμόγελα,
τριανταφυλλένια.



* ο τίτλος είναι κλεμμένος από μια φράση του Κώστα Χρηστίδη, 
από το βιβλίο του ''Κι αντί για κύματα μετράς την άμμο''

απόληξη

Ποτέ δεν θα τους ξεχάσεις.

Τα φτερά που ο ήλιος σχημάτιζε στα πόδια μας.

Οι σιωπηλές καταιγίδες 
που αισθανόμασταν,
-απευθείας να μας κυκλώνουν-,
από την στρογγυλή πλατεία.

Σαν γαλάζια σκιά
που μεθοδεύει αργά
και αφήνει πίσω της σύμβολα,θρησκείες,ταφές.

Στοχεύουν τις διαδρομές μας.

Θα ΄σαι -και θα γενείς- ο εαυτός σου,
μα αυτό δεν τους είναι ποτέ αρκετό.

και εγώ θα πρέπει να σταματήσω να ανανεώνω αυτές τις σελίδες,
σωστά;
Γιατί οι κουρτίνες στέκουν βαριές,
τα παραθυρόφυλλα αδειανά..
και το φως που προσγειώνεται στο ξύλο,
σαν μικροί απειροελάχιστοι αναστεναγμοί,
με θλίβει,
με εξουσιάζει.

Ξέρεις,το πράσινο που έχει μπλεχτεί σαν λιπόσαρκη οντότητα,
στα χάδια μας,
πόσο θάνατο μπορεί να μας προσφέρει ;

Είναι ο λαιμός σου,
αυτός ο καρτερικός συνοδός των ματιών σου,
που δεν αφήνει τη φύση σου,
δίχως αγάπη,
ιδιοκτησία,
βροχή.



14.9.12

14 εσύ

Bλέπεις,
 είναι αυτά τα ζευγάρια 
που κουβαλούν τις κούνιες ,
σαν μεταξωτές σχεδίες.
Ανά διαστήματα σταματούν να βαδίζουν
και αφουγκράζονται τον αγέρα
που χαϊδεύει τα ροδαλά τους πρόσωπα..
νοσταλγούν την αλλοτινή υγρασία
καθώς ο μικρός γουργουρίζει
και μυξοκλαίει.
Ταράζονται.
...
Είναι λοιπόν,αυτή η αφή,
προσωποποιημένη σε ένα χαμόγελο
ή σε ένα νεύμα.
Ναι αυτή είναι που τους δένει.
Και στέκεσαι,
εσύ
εκεί στις γωνίες της προβλήτας 
και τους κοιτάς..
Πώς άραγε να μπλέκονται τα άκρα τους,
τις νύχτες,
πώς να ξεμπλέκονται οι τούφες τους,
οι κοινές ;
Και οι ανάσες τους;
Σαν ανοιξιάτικες πεταλούδες μοιάζουν.
...
Μαρμάρωσες και
εσύ.
Μετράς τάχα μου,
τις ματιές,τα βλέμματα ;
βουβέ συγγενή μου..
''Πιάσαμε Θάλασσα'', σου λέω.

...

τότε θα ΄ναι που,
γλυκά γλυκά μια γυναίκα,
με στήθη ασήκωτα,
θα σκουπίσει τον ιδρώτα από το σβέρκο σου.
''θα γίνεις συγγραφέας,εσύ!'', θα σου πει.
''χτυπάς τις λέξεις,
με μια θεόρατη ζάλη.
Ο αέρας σου,
δροσιστικός και ανυπόφορος.
Μα ναι,
άμα δεν γίνεις εσύ,
τότε ποιος ;''
Τότε ποιος;

9.9.12

ατομικά σύνολα

Είναι η σκέψη μου που ποθεί τις πιο καυτές σου ανάσες.
Ίσως γιατί αυτές είναι και οι πιο μαρτυρικές.

θέλω να μου πεις γι αυτά τα μικρά μυστικά των σκιών που μονάχα εσύ γνωρίζεις

Να ξέρες πως μου λείπει ο Χειμώνας,
χωμένος μέσ'την αγκαλιά σου.
Οι τρελαμένες σου κινήσεις και οι ματιές σου οι θολές.
Τα χέρια μας,λευκά σεντόνια.
Το πουκάμισο σου,λαδί.
Σε αναζητούσα με ένα καράβι καρφωμένο στη ράχη.
Τα καραβόπανα του,ξεσχισμένα.
Οι σπόροι που μαζεύαμε κρέμονται από το λαιμό μου,γύρω,
είναι αυτοί ίσως που με σπρώχνουν στις λακκούβες της ασφάλτου.
-Ένα φεγγάρι και ένα μαυρισμένο τοίχος.
Τα φουγάρα μάθανε και κάνουνε σωστά τη δουλεία τους.
Εμείς τι περιμένουμε ;
Τι σμήνος ανθρώπων ξεχύνεται από τα παράθυρα !
Δεν μας κρατούν οι στέγες.
Τα πάρκα ερήμωσαν.
Γεμίσαμε γκρίζα άμμο και άοσμες συνήθειες.
Οι αισθήσεις μας προκαλούν την μοίρα.-
Λαχταρώ τα κομμάτια σου,
τα ανείπωτα.
Τα ακροδάχτυλα σου να πιέζουν το μήλο μου.
Με ένα φλιτζάνι βραστό νερό,
και ένα ελαφρύ πλατάγισμα,
θα σε περιμένω να ρίξεις τα βότανα.
Ας είναι,
το συκώτι μου θα το αντέξει.

ξέρεις θα περιμένω
σε αυτό το ξύλινο τραπέζι,
φορώντας τη μάσκα
 της γυναίκας που ερωτεύτηκες.


29.8.12

οι σύντομες ιστορίες των αριθμών

Μαζεύει δυόσμο,θυμάρι και ρίγανη και όλα φρέσκα.
φρεσκότατα.

''Μην μου φύγεις'',της λέει.
''Θα μου λείψουν τα πρωινά γουργουρητά σου.''
και αυτή κουνώντας την ουρά της -ή ίσως τον καλά κρυμμένο της κώλο-,
παραβίασε την εξώπορτα,ανέβηκε τα οκτώ σκαλιά που οδηγούν στην ταράτσα,έβγαλε την ζώνη της,τελετουργικά, - ο γείτονας από την τζαμαρία απέναντι γούρλωσε τα μάτια και χάιδεψε την φαλάκρα του- , καθώς αυτή με ένα σάλτο κρεμάστηκε από τον ηλιακό,εκείνο δίπλα στα φωτοβολταϊκά ή όπως λέγονται τέλος πάντων..
Ο άλλος -ο από κάτω- καθάριζε με ξύδι τα άλατα της καφετιέρας του, βλαστημώντας που για ακόμη μια φορά αυτή η Σκύλα -με Σ κεφαλαίο-,του τελείωσε τον γιακομπς φουντούκι και δεν του το είπε και αυτός τώρα θα πρέπει -αναγκαστικά,γιατί άλλον καφέ δεν πίνει- να μείνει κοιμισμένος ολόκληρη μέρα ή ίσως και για την υπόλοιπη ζωή του.
Ο άγνωστος γείτονας φορούσε δερμάτινο λουρί στον λαιμό και με το σκληρό του πέος -από το παραπάνω γεγονός του ξεδιπλώματος της ζώνης στο φόντο των κεραιών - ,μάλλον καθάριζε πατάτες και καρότα.κόχλαζε ο ζωμός του αρνιού.σούπα θα έτρωγε και σήμερα και ας έξω ήταν 40 οι βαθμοί Κελσίου
''Το επόμενο τετραήμερο, τα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες πρέπει να προσέξουν πολύ στις μετακινήσεις τους και ειδικά τις ώρες που θα είναι εκτός σπιτιού. Για εκείνους που θα μείνουν σπίτι οι γιατροί συνιστούν, να πίνουν πολύ νερό και να τρώνε ελαφριά. ''
Μας τα έπρηξαν και αυτοί,οι Μαλάκες -με Μ κεφαλαίο-.
Αυτός ήξερε.
Δυο άντρες,αποβράσματα,
μισογύνης ο ένας,ανέραστος ο άλλος.
και αυτή η Σκύλα του άφησε και τους δυο.
Δράματα.


θα αργήσει ο λόγος μου να κάψει το χαρτί,
η μελάνι να κυλήσει στο στήθος σου.

Φοράς άσπρο μπλουζάκι με κόκκινη στάμπα και ξερά φύλλα είναι μπλεγμένα στα μαλλιά σου.
Δεν στο λέω,με ερεθίζεις έτσι ακριβώς.
Εσύ πολυλογείς. ''Η ζωή είναι αλλού '',μου λες..
και εγώ φωτίζομαι,μετράω ως το τρία,σε σκουντάω,σε ξαπλώνω κάτω -είσαι τόσο αδύναμος,τρομαχτικά αδύναμος μωρό μου- , θέλω να σε γαμήσω ή να με γαμήσεις εσύ, ή τέλος πάντων να αλληλογαμηθούμε.
''Τρελάθηκες;!'',φωνάζεις.
''Διαβάζεις Κούντερα!'',σου λέω και τσιρίζω.
''Είναι τρελή'',μουρμουρίζεις,αλλά νομίζω πως δεν απευθύνεσαι στο πρόσωπό μου,γιατί εγώ είμαι πολύ ήσυχη και συνεσταλμένη κοπελίτσα και όλοι το γνωρίζουν αυτό.
Έπεσαν και τα φύλλα από τα μαλλιά σου και δεν δείχνεις όμορφος πια.άρπαξε η γη την γοητεία σου.σε σιχάθηκα και εγώ.
ήρθε ο καιρός να φύγω.

4.8.12

πομπή

Και θα γυρίσει και θα με δει να στέκομαι στο ημίφως,
με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα
και μάτια στυλωμένα στην γκαζιέρα.
Απελευθερωμένη θα με δει,
αποδεσμευμένη από κάθε τι που τον θυμίζει.
Θα αισθανθεί ένοχος,
ολότελα κουρασμένος,
χυδαίος.
Και εγώ θα σβήσω τη φωτιά,
με μια αέρινη κίνηση,
θα ξαποστάσω σιμά του,
θα κουλουριάσω το μαυρισμένο σώμα μου.
Το κρανίο μου τώρα φαντάζει ξεχαρβαλωμένο,
σαν την κιθάρα στη ζωγραφιά που στέκει κρεμασμένη.
Χουφτώνει τις πατούσες μου,
θαρρείς και τις ζυγίζει.
Τα στόματα μας στεγνά,
τα χείλη μας πικρά.
Ίσως και οι δυο πρωτύτερα να καπνίζαμε,μονάχοι.
Άλλωστε ο καπνός δεν μας ένωσε ποτέ,
μονάχα η ανάσα μας,
μαρτυρούσε την άσχημη αυτή συνήθειά μας.
Μαβιά τα χρώματα του ουρανού,
κάτι πουλιά κράζουν πέρα
΄΄Κουράστηκα να φεύγεις΄΄,λέω
Η πόρτα κλείνει.
Ίσως δεν ακούστηκα στην όλη βουβαμάρα.
Και κοίταξα στο δρόμο,
κάτι να ιδώ.
Μα είχε σκοτάδι ,μουντό,
αποπνικτικό
και ήταν καιρός πια
που ΄χαν πάψει τα μάτια του να γυαλίζουν.

1.8.12

ο δρόμος είναι η χαρά της

Τι είναι αλήθεια αυτό το παραλήρημα,αυτή η τρέλα που με κυνηγάει σαν πουτάνα ;
'Έτρεξα,να διασχίσω θάλασσες,ήμερες
και ράγες που οδηγούσαν σε πέτρινα καταφύγια.
Σαν κυνηγημένη έτρεξα
να προφτάσω κρυφές επιθυμίες.
Γελάστηκα,
ξενυχτισμένη από ανθρώπινα φουγάρα,
μουδιασμένη ακόμα από τον έρωτα του,
πίστεψα σε ένα άυλο ταξίδι.
Σε βράχους,άδοξα τοποθετημένα στις ακτές,
μουρμούριζα στίχους
και η φωνή μου,σαν να χανόταν,
παραδινόταν στους αφρούς,στην αλμύρα.
Οι δυο ξεχασμένες από τα παλιά 
και εγώ
να μαζεύω καρπούς από Βυζαντινά μονοπάτια.
Οι ημέρες γλεντούσαν,
εγώ βράχνιαζα.

Τον θυμήθηκα λιγάκι,
τόσο δα
και δάκρυσα.
Ο αέρας ήταν..
Ψέμματα.
Ξεγελώ εύκολα εαυτό και αντίπαλο,
εκτός από ΄σένα.
Ναι 
ίσως γιατί,
κανείς άλλος ποτέ,
δεν θα μπορέσει να με κάνει όσο Γυναίκα με κάνεις εσύ.

11.6.12

σφυρίζεις και εσύ μασουλώντας ροδάκινα

Δεν έχει όριο η συνήθεια,
σε καταβροχθίζει.
Λίγο χώμα δώσε μου
μια σπιθαμή γη,
δυο τρία γράμματα πουλάω.
Άφησε με.
δεν εξαγοράζομαι.

Μ' αρέσει να σε παίρνω στο στόμα,της είπε
να σε ξεφλουδίζω.
Σαν τα δάχτυλα που απλώνονται και ζητούν εξηγήσεις.
Με φιλάς και διχάζομαι.
Είμαστε δυο σώματα παραχωμένα στα δροσερά σεντόνια ενός ξένου δωματίου.
Γέρνεις και με κοιτάς,
μοιρολατρικά.
Είναι η σιωπή που μοιραζόμαστε
και ο έρωτας αυτός που αντί να μας κάνει κομμάτια,
μας πλάθει -κάθε μέρα και αλλιώς-,
κομμάτια πηλού είμαστε στα χέρια του.
Είναι ο αέρας που σου δίνει αυτή την όψη της γυναίκας τελικά.

Ξορκίζω τον ήλιο.
Με φοβίζει η λατρεία που του δείχνουν.
Ότι άπιαστο,φαντάζει αληθινό και στο τέλος μας καίει.
Μας τσουρουφλίζει,θα έλεγα.

και εκείνος ο μικρός,ψηλώνει.
Απλώνεται και ξαποσταίνει,με κοντό παντελονάκι και μαυρισμένο πρόσωπο.
''Δεν την θέλω την θάλασσα φέτος.'',μου είπε.
''και τι θες δηλαδή;''
''Να τρέχω στους δρόμους με την παρέα! Την βαρέθηκα σου λέω την θάλασσα.''
''με τρομάζεις ...''
''Και μένα με τρομάζω, μεγαλώνω..''
Τον πήρα στην πλάτη μου ύστερα και ανεβήκαμε τα σκαλιά,
κοντέψαμε να κατουρηθούμε απ΄τα γέλια..


28.5.12

εκτεθειμένες επιφάνειες

Είναι που με έμαθες να υπομένω

Σε δάγκωσα στον λαιμό καθώς ο ουρανός κοβόταν στα δυο.

Δεν έμεινε κανείς να χαίρεται τις στερνές σου σκέψεις,
πριν σε αντικρίσει να χαϊδεύεσαι γονατιστός στο υγρό έδαφος.
Μουδιάζει και απομακρύνεται το πλήθος.
Τα στάχυα λικνίζονται,μαλακά,
γυναικεία μεσογειακά σώματα σιγοσφυρίζουν στον αγέρα.
Τα προσπερνάμε,
σαν χάρτινα μισοφέγγαρα,
που ίσως έχουμε λησμονήσει.

θα θυμάμαι

Το πως απομακρύνομαι και συνθλίβομαι,
σε αιφνιδιάζει,
σαν τον ήλιο που συνέρχεται και σε καίει.
Στα φύλλα αποτυπωμένη η όψη σου,
σαν άδειος δρόμος οδηγεί σε ερείπια.
Άνθρωποι φεύγουν,
σμήνος πουλιών,κράζει.
Τείνω στο άπειρο.
Εγκατέλειψα τις αναπάντεχες σιωπές σου,
ουρλιάζω για να μην αντηχείς ως θάνατος.
Οι στεναγμοί σου στέκουν,
στο χώρο,στο χρόνο,αποκαμωμένοι.
Πρησμένος.
Στην κορφή σου φύτρωσαν γαλάζια φτερά.
Αταραξία τριγύρω και όμως τρέμεις.
Μονάχα σινιάλα κρύβω μέσα μου
και αγωνιώδη δειλινά.
Συλλαβίζω.
Κουρνιάζεις δίπλα μου.
Χρωστάς στον εαυτό σου,
έναν έρωτα σκληρό.
Έναν ακόμα αιώνα
για-κανέναν-και-για-τίποτε-να-στέκεσαι(*).
Ξέχνα το βήμα μου,
κουρασμένο αναζητά την ατελείωτη βροχή.
Βάλσαμο γλυκό ,
για σένα ο ύπνος και η έρημος.

Γεννήθηκες για να σε ανασάνω
 μέσα από την σκιά σου.
Μα δεν απέμεινε τίποτα ,
σαν αντίκρισες το υγρό μου κέλυφος.
Μας έλουζε η αυγή,
πλημμυρισμένη από την αλμύρα της λίμνης.
Με αναγνώρισες,
καθώς έδιωχνα τα ξεχασμένα ψίχουλα
από το φόρεμα μου.
Δεν μπόρεσα να ξεφύγω.
Είσαι εδώ.



είναι που σ' έμαθα να υπομένεις,
απάντησε.
σκυθρωπός,αποκαμωμένος γύρισε στο δωμάτιο του.


(*)Πάουλ Τσελάν ΄΄να στέκεσαι΄΄

10.5.12

με όρους

η ενέργεια ρέει και η ύλη ανακυκλώνεται
ταλαντεύεσαι ερεθισμένος,
σαν βροχή προσγειώνεσαι σε γυμνό έδαφος,
σχηματίζεις λιμνούλες,
γαλάζιες.


συμβίωσα με ανένταχτους έρωτες,
αγάπησα και επιβίωσα από αυτούς.

είσαι ευάλωτος,
σε έναν χρόνιο ενδογενή ρυθμό ενός παθητικού έρωτα.
δίχως τέλος και όρια ανοχής,
κρίνεσαι.

περιορίζομαι στο να τα βάζω με τις πέτρες,
να ανταγωνίζομαι το βάδισμα σου.

οι συνέπειες,καταστροφικές.ολέθριες,
και το αύριο κανένα είδος οργανισμού 
δεν θα σταθεί άξιο να το κρίνει.

σαν τα σαρκόφυτα σε συνθήκες έντονης ξηρασίας,
έχεις το στόμα ανοιχτό,
μονάχα κατά τη διάρκεια της νύχτας.

στο φως μαζεύεις τα άκρα σου,τα πλέκεις
και εισβάλλεις στο μέσα μου
χωρίς σκέψη σε απωθώ.


λειχήνες στο σώμα μου.

Αλληλοσυμπληρωνόμαστε
και
Αλληλοσυγκρουόμαστε


επιτύχαμε τον σκοπό μας λοιπόν ;

25.4.12

Σαν κάτι να χανόταν από πάνω της,να στριφογύριζε πέρα από κάθε όριο του νου,να διασκέλιζε στο ημίφως,σαν τέφρα σε άγονους τόπους,σαν γύρη αιωρούμενη,καθοδηγούμενη ίσως από τις κινήσεις του,να αναπηδούσε,να σερνόταν.
με διαταραχές να την αγκυλώνουν,όρνια να μάχονται εντός της.
Ημέρευε το είδωλο της,με καχεκτικές γάτες πάλευε,ξενύχιαζε δέρματα από ινδικά δώρα,δικά του,μονάχα δικά του.
Περίσσευαν μπαχαρικά,στόλιζε τις τούφες της,τις μπροστινές,χωρίς ίσκιο.
Θα παρέμενε πλάι στα δέντρα,στις συκιές,στα χαμηλά,με τους ρημαγμένους ανθούς τους από το  νέφος,το ανώτερο όλων,αυτό της επιστήμης.
Μοναχική,άυλη,μα ξεσηκωμένη από υπόγειους έρωτες,θα παρέμενε,θα φρόντιζε να υγραίνεται και ας μην έβγαζε από τα σπλάχνα τίποτα άλλο παρά μόνο γύρη.Δική του,μονάχα δική του.Ας του άνηκε αυτή και η γύρη,ας του άνηκαν και οι δυο.
Περαστικοί,θα έζωναν σαν μαυροπούλια,με δάχτυλα λόγχες,θα βουτούσαν στα υγρά της.
Κλάμα δεν θα αφουγκραζόταν κάτω από βροχές,και τα χιόνια σαν πυρωμένα άστρα θα γυρόφερναν την μορφή της.
Στην κοιλιά της,θα δέσποζε καταιγίδα χρωμάτων,μυριάδες μέλισσες,άηχες θα λύτρωναν το επίπεδο δέρμα της..
Νοτισμένη τώρα,με άφαντους εραστές και ξεχασμένους συγγενείς,κρεμόταν από τα κλαδιά και τίναζε τα πόδια της.
Έσφαλε.
Γελούσε αυτός,την τράβαγε από το χέρι,της έδειχνε τους λόφους.
Ίσως αν την κοίταζε ακόμα λίγο,να ξεγυμνωνόταν εμπρός του,να του έδειχνε τις φωλιές της ανάμεσα στα σκέλια της,μα αυτός είχε κιόλας γυρίσει το κεφάλι του προς τη δύση και ατένιζε τους κόκκους της γύρης του.
Χαμογελούσε τώρα,πιο ήπια,απομακρυσμένος από κάθε τι οικείο.
Λαμπύριζαν γύρω του οι νύμφες.

Παρέμεινε ένα θηλυκό,κούφιο απολίθωμα,μια πρώην γυναίκα,με μεγάλα μάτια,καστανές  βλεφαρίδες και μάλλινες μπλούζες,πορευόταν προς τον ανεκπλήρωτο έρωτα μιας νέας ολόδική της ύπαρξη,που η ίδια έπνιξε προ καιρού,υπνωτισμένη από ένα ξενικό όνειρο της νύχτας.

10.4.12

Έσταζες,
σαν λίμνη που είχε ξεχάσει να συλλέγει τα υγρά της.
Ακουμπούσες πάνω μου,
σαν λερωμένο σακίδιο
παρατημένο από διαβάτες.

Ήταν τότε που έπαψα να λυγίζω τα δάχτυλά μου..
Στεκόμουν στις πλατείες,
λαβωμένη
με πλεξούδες και παλιά γιλέκα.
Μάζευα κλωνάρια λεβάντας,
μεθούσα με το άρωμα που συνήθιζες να έχεις.
Ορμούσα.
Εσύ τραβιόσουν και έφτυνες τον αέρα.
Το πρωινό φως-πιστό-
με έβρισκε αντιμέτωπη με την ίδια μου την ύπαρξη.
Ίσως έπρεπε να αναθεωρήσει.
Οι διαδρομές,
με τα καχεκτικά μου άκρα να λερώνουν τον ορίζοντα,
έγιναν ανυπόφορες
μα ναι,ξέρω,παραμένουν αναγκαίες.
Μην απορείς.
Πλάγιασε.
Σαν τον στερνό μου πόθο
που ξέφυγε και χάθηκε στα αστεία.
Σαν μικρό παιδί που ήμουν και σε αγάπησα,
πλάγιασε,
τυλίξου με το απαλό σου ξάφνιασμα
και γύρε στον λαιμό μου.
Ταρακούνησε με,
γιατί έπαψα να σκέφτομαι,
δηλητηριάζομαι ,σου λέω.
Μονάχα να γυροφέρνω το είναι μου,
γύρω σου
μου απέμεινε
και ένας κήπος ,
στο βάθος του μυαλού μου.

Φοβάμαι.
Οτι και να γίνεις,θα φοβάμαι.

εξαρχής φοβόμουν.
γύριζα
από τον ίδιο δρόμο που κάποτε σε είχα σπρώξει και έπειτα σωριάστηκα στα μπράτσα σου.
Έτρωγες ξηρούς καρπούς,μου φώναζες να μην δακρύσω.

Τα λεωφορεία αρνούνται να κλείσουν τις πόρτες τους.Ο αέρας τους σε λυγίζει.

Έχω γίνει μια μάζα τεντωμένων σχοινιών.
Με ακουμπάς και λικνίζομαι.
Μου χαμογελάς και ταλαντώνομαι.

Είχα λησμονήσει τον έρωτά σου.
Με απαρνήθηκε η μνήμη μου και σε έθαψε.

Έρεψα.

Ο βήχας μου δεν σιωπά.
Τα αγκομαχητά μας μονάχα ξενιτεύονται.

Ήσουν χλωμός ,
οτι πιο απλό είχε αγκιστρωθεί στη σάρκα μου.Μακρυά από χρώματα και αρώματα,
στεκόσουν εμπρός μου,
και φτερούγιζες.

Ίσως στα δέντρα να ναι η φωλιά σου.

Ξέρω.. οι τελείες επιτείνουν την μοναξιά
και οι παύσεις με αρρωσταίνουν..
μα ναυάγησα ,
με ζώνουνε νευρώσεις,
γνωρίζεις ;

Ξεχνάω μικρή μου,όλο και ξεχνάω.

21.3.12

παράλληλη λύτρωση

Στα χιονισμένα χρόνια της μοναχικής της ύπαρξης,
περιγελούσε τον θάνατο.

Τα πρωινά,δειλά δειλά έβγαινε στην αυλή,κουλουριασμένη με μια μάλλινη ροδοκόκκινη εσάρπα.
Ερχόταν έπειτα ο κύριος Χ,με φανταχτερό μεταξένιο κουστούμι και κίτρινα κρόσσια στα παπούτσια του.
Την βαστούσε από το χέρι και περπατούσαν αργά,κάνανε τον γύρο του σπιτιού .
Τα μαλλιά της,χιονισμένα χρόνια τώρα,με ασημένιες αποχρώσεις,χύνονταν στους ώμους της.
Σήμερα θα μαγείρευε βρασμένο λάχανο.Σκέτο χωρίς ίχνος κρέατος.Θα είχε επισκέψεις σήμερα ,και οι επισκέψεις της δεν τρώγανε το κρέας.
και όχι από τον κύριο Χ(αυτός αρνήθηκε για ακόμα μια φορά την πρόσκλησή της)


μια άλλη όψη της χλωμάδας.
ήταν νέα ,τις νύχτες έπλενε το πρόσωπο της με αιθέρια έλαια ,το πρωί ξύπναγε δοσμένη σε εφιάλτες.

Ξύπνησε.Μια γριά χαρακωμένη από τα χρόνια,με μια πλεξούδα χοντρή να στέκει πλάγια στον ώμο της και μάτια γκρίζα,σαν σύννεφα αιωρούμενα,έπλεκε καθισμένη δίπλα της, μια ήδη τελειωμένη ροδοκόκκινη μάλλινη εσάρπα.

-Γιαγιά ; !ψιθύρισε.
-Πες μου,γιαβρόπομ,τι είδες ;

Ήτανε λέει μια κοπέλα,καστανή,με μάτια σκούρα και χείλια λευκά,γαλανόλευκα,με την αντίθεση να έχει γεννηθεί πάνω στο κορμί της,να έχει ριζώσει σαν αγριόχορτο στο πετσί της.Ήταν μαζί μου σε ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο με ένα παράθυρο σιδερένιο και ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι.
Στεκόμασταν και κοιταζόμασταν,το βλέμμα της ακουμπούσε απλωνόταν πάνω μου,θαρρείς και αντανακλούσε τις πιο σπάνιες ακτινοβολίες,μονάχα για μένα,ήταν.Με τις κόρες της καρφωμένες στα ζυγωματικά μου,άπλωσε τα χέρια δίνοντας μου ένα πλαστικό δοχείο,σαν αυτά που στα χωριά βάζουν τα φρέσκα αυγά από τις κότες (ναι αυτά με το κίτρινο καπάκι) και τα στέλνουν στα παιδιά τους στη πόλη.
Το κουτί,βαρύ,περιείχε χώμα μέσα και κάτι σκαθάρια,με χρωματισμούς να απλώνονται στο κέλυφος τους,χοντρά,με λεπτές μαυριδερές κεραίες.
Μου τα ΄δωσε,με μια ελαφριά κίνηση,το παρέδωσε στα δικά μου χέρια.Έπρεπε να καθαρίσω το δοχείο από τα σκαθάρια,να τα βγάλω από εκεί μέσα,αφήνοντας μονάχα το καστανοκόκκινο χώμα.
Έτσι,σαν να τηρούσα ιεροτελεστία,με μια βουβαμάρα να κουφαίνει την πλάση γύρω μου,άρχισα με το χέρι μου,ένα , ένα να τα σηκώνω και να τα πετάω έξω από το δοχείο.Αυτά ζουζούνιζαν ενοχλημένα,ανοιγόκλειναν τα φτερά τους και δραπέτευαν.
Συνέχιζα,όταν αντιλήφθηκα οτι λίγο πιο δίπλα ακουμπισμένος στο περβάζι,στεκόταν και αυτός,ξενυχτισμένος και ιδρωμένος.Φορούσε ένα γάντι σχισμένο και μια δερμάτινη λωρίδα ήταν περασμένη γύρω από τον δεξιό του αγκώνα.Με κοιτούσε μάλλον με οίκτο,ίσως και με έναν κρυφό θυμό ή ζήλια.Έτσι παραδομένη στην εικόνα του δεν πρόσεξα πως στο χέρι μου βαστούσα μια αράχνη με μια μεγάλη και στρογγυλή κύστη στο σώμα της.Και ενώ φευγαλέα απόρησα πως βρέθηκε αυτό το εντελώς σπάνιο είδος αράχνης να συμβιώνει με σκαθάρια στο κουτί,δεν φάνηκε ωστόσο να δίνω ιδιαίτερη σημασία.Έτσι η αράχνη μη μπορώντας φυσικά να σταθεί ακίνητη και αισθανόμενη τον κίνδυνο τριγύρω της,άρχισε να προχωρά στον καρπό μου.Σε κάθε της βήμα,ένιωθα το κορμί μου να βαραίνει,ένα μούδιασμα διαπερνούσε το χέρι μου και με μια κίνηση την έδιωξα μακρυά.Είχε πρηστεί ο καρπός μου,με ένα μοβ χρώμα να απλώνεται στο δέρμα μου.Αυτός παρακολουθούσε την σκηνή,πράος και αδιάφορος για ότι συνέβαινε.
Οι σκηνές πέρασαν με την αλληλουχία που φαίνεται να διαδέχεται όπως συνιθίζεται στα όνειρα η μια στιγμή την άλλη,έτσι ώστε βρέθηκα
να κάθομαι οκλαδόν στο χαλί,το κεντητό, στον αργαλειό της προγιαγιάς, και αυτός ξαπλωμένος δίπλα στην κουβερλή να χουφτώνει την κοπέλα με τις αντιθέσεις και να χαζεύει γύρω στις 4 αράχνες,οι οποίες σαν υπνωτισμένες κρέμονταν από τα μαλλιά της.
Του μιλούσα,στην αρχή ήρεμα,μα ύστερα φώναζα και τσίριζα ,χτυπούσα και ξήλωνα κρόσσια από το χαλί και έβαζα τα κλάματα συνάμα,μα αυτός γλυφόταν και άστραφτε σαν ρουφούσε τις τρίχες της ,μαζί με τους ιστούς...
Ύστερα νύχτωσε απότομα,σαν κάποιος να έκλεισε τα φώτα,δεν τον έβλεπα πουθενά,μήτε αυτόν μήτε την κοπέλα ,μονάχα ένιωθα αράχνες να κεντάν τους ιστούς τους,σιμά μου,και ένα βουητό από ένα πλοίο,ένα αποχαιρετιστήριο βουητό ερχόταν στα αυτιά μου από κάπου ίσως κοντά,μα και μακρυά.

-Έλα σήκω,σήκω σου λέω...θα φτιάξω χαμομήλι,χμ ναι ζεστό χαμομήλι με τσουκνίδα θα σου κάμω ..Έχω και ελιές και ψωμί,να φας να πάει κάτω..ή μήπως θες μια φέτα με μέλι,ε γιαβρίμ;
Ξέχασε τον,μπεζέρισες πια...Να χεζναπαν...



23.2.12

Κρέμομαι από μια κλωστή
σαν μαριονέτα αιωρούμαι.
αμέθυστη,κατάκοπη.
έχω σκορπίσει το μυαλό μου ,
σε χάρτινες κούτες,
κολλάω τα γραμματόσημα.
τα αποστέλνω σε ψεύτικους εχθρούς,
και λυπημένους εραστές της νύχτας.
παράξενος καιρός.
κάτι με συν-θλίβει.
δεν είναι η θέα των σπιτιών
μήτε οι γωνίες του δάσους που φλερτάρουν με τον λήθαργο.
είναι κάτι αλλιώτικο,
υπόκωφο και θορυβώδες συνάμα.
βαθύ,αχόρταγο
με κατακαίει.
είναι η όψη μια άλλης αυγής που πλάγιασε στους ώμους μου,
είναι οι στάλες της βροχής που απαριθμούσα -καθώς βουλιάζαμε στο στρώμα σου-,

είναι....

14.2.12

στραγάλια με σταφίδες

σε μια άλλη,ίσως,Β

Με μια χούφτα στραγάλια και ένα σκουφί λαχανί,μονίμως,την θυμάμαι.
Μικρή,μου πρόσφερε ένα σκαμνί να κάτσω και με μια χτένα, έξινε τα μαλλιά μου,τα φούντωνε τόσο πολύ,που έκανα ώρες μετά να τα ξεμπλέξω.
Κάθε φορά που τελείωνε το χτένισμα της,με κοίταζε και έλεγε
''Δεσποινίς μου ,σας έκανα μια σωστή κυρία.Ναι ναι είστε έτοιμη(και συγύριζε την μπλούζα μου).Κρίμα που το κατάστημα μας,δεν έχει καθρέφτες και καθρεφτάκια,για να σας θαυμάσετε(ήξερα βέβαια οτι είχε πολλά κρυμμένα).Φτου σας!''
και ύστερα διστακτικά.
''Δεν με πιστεύετε μήπως;Μα ΝΑ δείτε!'',και αίφνης πεταγόταν μπροστά σου.
''Μέσα από τα μάτια μου,δείτε! Ε;Βλέπετε;Σωστή κούκλα δεν είστε;
Φυσικά το να σε δεις μέσα από κείνα τα μάτια καθίστατο μάλλον πράγμα αδύνατο και όχι γιατί δεν φαινόσουν(πως να συμβεί αυτό άλλωστε,από την στιγμή που ο όγκος των μαλλιών σου ,ξεπερνούσε και αυτόν του κεφαλιού σου),μα γιατί απλώς βυθιζόσουν,αβοήθητη και ανίκανη να ορθώσεις λέξη,στην όψη των ματιών της.
Και αυτά δεν ήταν ένα ζευγάρι συνηθισμένα μάτια.
Είχαν ένα σχήμα οι κόρες τους,τόσο γεωμετρικά άψογο και μια κίνηση, εύθραυστη και αέρινη που θαρρούσες οτι θα αρχίσεις να χορεύεις παρέα με τον αγέρα σε κάθε τρεμοπαίξιμα τους.
Το χρώμα τους,δεν το είχα ξανασυναντήσει, παρά ίσως νομίζω στο μακρινό παρελθόν,σε μια έκθεση ζωγραφικής ανώνυμων ζωγράφων,στην άκρη της πόλης.Ένα ανοιχτό καφέ που στο τέλος του χρύσιζε και χυνόταν σε μια γαλαζοπράσινη άβυσσο..
Το πρόσωπό της απλό,συμμετρικό,διαρκώς σε ένταση και τα μάτια της εκεί να στέκουν εξημερωμένα με την υπερένταση των υπολοίπων χαρακτηριστικών.Σαν αυτοσχέδιες ουλές,να στέκουν,με κοινό περίγραμμα την θάλασσα.
Έτσι λοιπόν,ξεχνούσες τον λόγο που ακουμπούσες στο σκαμνί,τον λόγο που αισθανόσουν το τριχωτό της κεφαλής σου να σε φαγουρίζει (για να σταθούν τα μαλλιά χρειάζεται ορισμένη ποσότητα ζελέ,ή λακ,αυτή βέβαια χρησιμοποιούσε χυμό από λεμόνι,καμιά φορά μάλιστα σου πρόσφερε και σπιτική λεμονίτα με καστανή ζάχαρη,αυτή για να την πιεις φυσικά).Όλο σου το είναι,ταλαντευόταν ρυθμικά με το βάλς των ματιών της και συνέχιζε να σέρνεται παρέα με τις στιγμές,σιμά τους.
Έπρεπε να περάσουν κάποια λεπτά βαρύγδουπης σιωπής,να αισθανθεί και αυτή κάπως άβολα,να τεντωθεί ύστερα αμήχανα και ξεφυσώντας ανακουφισμένη να πει πως ΄΄να μωρέ δεν σταματάμε τώρα να φάμε και κανένα στραγαλάκι ;΄΄,για να αντιληφθείς πως όλα τελείωσαν,η κομμωτική της τέχνη και ο θίασος,έφτασαν στο τέλος τους.Να σηκωθείς έπειτα κάπως ζαλισμένη,να αποτελειώσεις την λεμονίτα σου και αργά αργά να την αποχαιρετήσεις και να φύγεις...
Οι συναντήσεις μας άρχιζαν και τελείωναν κάπως έτσι,με μακροσκελείς κουβέντες ανάμεσα στο <<πριν το χάσιμο>> και στο ,<<μετά το χάσιμο>>,με στραγάλια,λεμονίτες και χαχανητά.
Εκείνη την περίοδο η Β υπήρξε η μόνη μου φίλη,η μόνη μου διέξοδος από τον κόσμο των στοιχειών.Αυτή βέβαια,με την τσιριχτή φωνή της και το περιπαιχτικό της ύφος,είχε πολλές άλλες εκτός από μένα,και μάλιστα στην ηλικία της,αλλά πιστεύω(και από τότε ίσως το επιδίωξα για να το πιστεύω αυτό σήμερα)οτι κατείχα μια ιδιαίτερη θέση στην καθημερινότητα της και ίσως και στην καρδία της,μιας και εγώ την εισήγαγα στην ονειρεμένη ευχαρίστηση του να συνδυάσεις στραγάλια με σταφίδες,και όχι απλά να τα συνδυάσεις αλλά να ''παίξεις μαζί τους τρώγοντας'' βάζοντας ένα στραγάλι ανάμεσα σε δυο σταφίδες και σαν ΄΄ σάντουιτς ΄΄να το μασουλήσεις..(συνήθεια της μαμάς μου)
Κάποια στιγμή χρειάστηκε να φύγω από την πόλη Π ,για λόγους ανώτερους και να την χαιρετήσω για τελευταία φορά.Πριν κάνα χρόνο περιφερόμενη σε μια άλλη πόλη κάπου μακρυά,νομίζω πως το βλέμμα μου την πέτυχε να κοιτάζει μια βιτρίνα με παιδικά παπούτσια,φορώντας πάλι εκείνο το λαχανί σκουφί,μα ψάχνοντας δεν είδα να μασουλάει κάτι ούτε να έχει το χέρι της σφιγμένο,σημάδι δηλαδή οτι κρατάει στραγάλια,έτσι προσπέρασα διστακτικά μα κάπως βιαστικά και στο παρακάτω δρόμο με τις αναμνήσεις ήδη να τρικλίζουν γύρω μου,έκανα μεταβολή,να γυρίσω πίσω να την προφτάσω να της μιλήσω,να την αγκαλιάσω,μα η θέση της ήταν άδεια και αυτή άφαντη,πουθενά τριγύρω,σαν να ήταν απλά μια εικόνα της φαντασίας μου.
Ακόμα μετανιώνω την δειλία μου να την πλησιάσω εξ αρχής.


Πριν λίγους μήνες συνάντησα μια παλιά γνωστή από την πόλη Π ,και πως τα έφερε η κουβέντα, έμαθα πως η Β άνοιξε κομμωτήριο εκεί,πως φοράει ακόμα εκείνο το λαχανί σκουφί και έχει ακόμα τα μάτια εκείνα να ζαλίζουν τις πελάτισσες,ίδια έχει μείνει,μου είπε,μονάχα τα στραγάλια ελαχιστοποίησε γιατί πάσχει λέει από ένα σύνδρομο του εντέρου,που δεν θυμόταν το όνομα,και ο γιατρός της συνέστησε να τα κόψει τα πολλά πολλά..