ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

23.2.13




και χάζευε τα χάρτινα πουλιά πέρα στη στεριά,
το απέραντο γαλάζιο να εσωκλειει κομμάτια γης
σαν μια τόσο δα μικρή ύπαρξη που ήταν,χάζευε
την αθωότητα να επιπλέει σε αφρισμένα μαξιλάρια αλμύρας.
κι ο αέρας απλωνόταν πάνω στο άσπρο του μπλουζάκι,
και έμοιαζε ,θαρρείς σαν να αποχαιρετούσε 
-έτσι που κάλπαζε πάνω στο μικρό του σώμα-
το παιδί που κάποτε υπήρξε.
σαν να κρυφοκοίταζε για στερνή φορά,έμοιαζε,
την αγνότητα που τον χαρακτήριζε να φλερτάρει με φτερά γλάρων ..
και αποτραβώντας ύστερα το βλέμμα του από τα δυο πελώρια μάτια
με κοίταξε καμαρωτός και έφυγε ,κατεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά..
είχε ήδη αρχίσει να βιάζεται να μεγαλώσει 

17.1.13

η επιστροφή




Κάποιοι έφυγαν .Κάποιοι έμειναν μονάχοι.
αντίκρυ τους είχαν ριζωμένο τον ήλιο.
να δύει, να ανατέλλει,
να σκορπά τον ίκτερο στα πρόσωπα τους.
ξύλινες ιδιοτροπίες 
χωμένες καλά 
σε μια άχρονη καθημερινότητα.
παρέμειναν αυτοί 
εκεί
υπερήφανοι.
παρέα με καπνό,άγχος,κουτιά γεμάτα καφεΐνη,αναστάτωση,απορία,χάος.
τις νύχτες άναβαν κεριά γιατί φεγγάρι δεν υπήρχε.
ρουφούσαν κονιάκ.
μια στάλα στον ουρανίσκο τους,γιατί κάτι έλειπε.
και η πρωινή δροσιά,
η ομίχλη της νοτισμένης νύχτας που ξεχάστηκε καθώς οι πρώτες ηλιαχτίδες ξεπρόβαλαν,
τους έβρισκε να αιωρούνται
σαν βομβίνοι,
να λεκιάζονται από την γύρη
των λουλουδιών στο βάζο.
ίσως άλλοτε να ρουφούσαν το νέκταρ
ίσως απλά να τα κοίταζαν,περιμένοντας.
Την επιστροφή.
Την συντροφιά.
τα χαμόγελα της ζεστασίας.
τον γυρισμό της απουσίας τους.
Τους άλλους περιμένοντας..

γιατί κανείς δεν έφυγε για να μην γυρίσει..


17.11.12

Δεκανίκια, ξύλινα

Έχω χάσει τις σκιές μου,σου λέω.
Τα βήματά μου πηγάζουν από δυνάμεις ξένων.
Στηρίζομαι σε αρρενωπούς ώμους
και διασχίζω διαβάσεις,
ενώ παρατηρώ το μουσάτο τους κρανίο
να τρίβεται, 
με χάρη έμπειρη, 
στο λαιμό μου.
Τους αφήνω στα πεζοδρόμια να στέκονται,
να μάχονται τους χαιρετισμούς μου.
Σκουπίζω το σώμα μου με τα ρούχα τους
και αλλάζω στενά,
στενά,στενά.
Αφοπλίζομαι με δίχτυα από σπάγκο
και διασχίζω εξέδρες θεάτρων.
Ψάχνω τους χαμένους μου ήρωες,
μέσα σε καμαρίνια ψωνισμένων,
νεκρόφιλων ηθοποιών.
Αναζητούν την δόση εκείνη 
που θα με θανατώσει,
για να στήσουν την κωμωδία τους,
να διασκεδάσουν το κοινό.
Με όρια και διαγράμματα φλερτάρω,
ύστερα μου ψιθυρίζουν με πάθος 
πως είμαι αθώα,μα τρελή.
Τέτοιο ρόλο μου πρόσφεραν
και εγώ τον μετάλλαξα.
Επέφερα αλλαγή στον γενετικό του κώδικα.
Σε επανέφερα και εσένα ,
αλλά πλέον
ως έναν δειλό και αδέξιο πρωταγωνιστή της
μοίρας μου.
Με ζάλισα,για μια τελευταία φορά αλήθεια,
με ουσίες με κύριο συστατικό το σάλιο σου.
Ντύθηκα,για μια τελευταία φορά αλήθεια,
με την επιδερμίδα της έκδυσής σου.
Άλλαξα στάδιο έπειτα.
Προνύμφη-νύμφη-ακμαίο.
Βρίσκομαι στο τελευταίο.
Κατέστρεψα τα δεκανίκια.
Με εξέλιξα.

και συνεχίζω,
μέχρι εσύ με το μικρό σου δαχτυλάκι και ένα σακίδιο στραβά δεμένο
να σταματήσεις τη γελοία αυτή παράσταση μου.
και αυτή τη φορά 
τίποτα δεν θα είναι αλήθεια.

28.10.12

τζιν

στον Ν

Τι μπορεί να μας συμβεί ;

Ένας παράνομος έρωτας ξέσπασε.
αναδύθηκε στην αγκαλιά  μου,
ξαπόστασε.
Μας έκλεψε ανάσες.
Μας χαμογέλασε πικρά
και εξαφανίστηκε,γοργά.
Ύλη δεν άφησε πίσω του,
μήτε σημάδια,
μονάχα ένα φουλάρι βυσσινί
και ένα χαμένο ασημένιο σκουλαρίκι,
κάπου χάμω στη γη.


Με ένα προσωπάκι γλυκό,ολοκάθαρο,
ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου.
Πήρε τη θέση του πάνω στο κορμί μου.
Ενωθήκαμε στον ύπνο μας.
Τα άκρα μας μπλέχτηκαν,
οι βαριές ανάσες μας γέννησαν ρυθμό.
Έκανε θορύβους με τα χείλη του,
καθώς εγώ του χάιδευα,τα μάυρα του,
τα ανάκατα,
μαλλιά.
Μικρά ματάκια,
τοσοδούλικα,
είχε
και εγώ χείλια μουδιασμένα και απαλά.
Την αυγή με πέτυχε,
να σχεδιάζω λιμνούλες στα στήθη του.
Με φίλησε με ένα νεύμα του,
με έσπειρε βαθιά 
μέσα στις ρίζες του
και φύτρωσα και μέλωσα.
Αποκοιμήθηκα ,
αν και έξω ένας ήλιος,
θρασύς,
θέριζε τα παραθυρόφυλλα..
αν και αυτός με απορία κοίταζε 
τις αποχρώσεις στα κλειστά βλέφαρά μου.

γι αυτό το πρωινό που άλλο δεν θα υπάρξει,
θα γράφω για ΄σενα ,
με ένα κομμάτι πορτοκάλι στα χέρια..



13.10.12

έ(ρωτάς) ;

-Ατενίζω το σκοτάδι.
-Να σε πάω στο λιμάνι μου ;
-Γνωρίζω πως να χάνομαι και δίχως την αλμύρα σου.
-Να λιώσω για ΄σενα ;
-Έλα και πιάσε με από το λαιμό. Πνίξε με.
-Να σε χαϊδέψω θέλω.
Τη φωνή σου,
την τραχεία.
την μουλιασμένη από τα δάκρυα των ημερών. 
Με απαλές,μεθοδικές κινήσεις να σπαταλήσω τις ώρες μου,
αγγίζοντας τις υγρές χορδές σου.
Να πάλλονται αυτές,να σχηματίζουν οντότητες.
Ουρανούς να σχηματίζουν.
-Ουρανούς δεν έχω.Μονάχα θάλασσες και ηλιοκαμένες προβλήτες.
-Κατοίκησε με στο δάσος σου.Κάλυψε με, με το σώμα σου.
-Δεν έχω δάση.Τα χάρισα όλα.Τα πέταξα.
-Και από αναπνοές πως είσαι ;
-Μήτε από αυτές έχω.
Οι αναπνοές μου αδυνατούσαν να ταξιδέψουν
,ζήλευαν τη θάλασσα μου.
Τις αποχωρίστηκα λοιπόν.

Πλέον.Δεν μου ανήκει κανείς.



τρεις νύχτες

Ανοίγω τα χαρτιά μου.
Το αποφάσισα.
Γυρίζω πίσω.

Σαν σκουλήκι που το ξέρασε ο αλλοπρόσαλλος καιρός του Οκτώβρη,
σέρνομαι στους τοίχους,
πίσω από τα καρτ ποστάλ που μου χάριζες.
Αντιστρέφω τους ρόλους μας
Ο χρόνος σαν να κατρακύλησε στους δρόμους που χάραξε ο εγωισμός μας.
Δεν έχει σημασία πια.

( ''Πόσο άγρια με φίλησες!'',θα σου έλεγε ύστερα αυτή.
και εσύ αναψοκοκκινισμένος,φλύαρος,υπερήφανος για το κατόρθωμα σου,
θα ανέβαινες τις ανηφόρες-μας- χοροπηδώντας.
και θα έσταζε ένα φεγγάρι εκεί ψηλά,θηρίο παλαβό.)

Τελευταία ξυπνώ,με ένα συναίσθημα στραβό.
Εξαντλημένη σέρνομαι ως τον καθρέφτη και τσιμπώ τα μάγουλά μου.
Το πρόσωπό μου διαρκώς μεταλλάσσεται.
Είναι ώρες που νομίζω πως συνειδητά αλλάζω δέρμα.
Συνάμα και εκφράσεις και νεύματα.
Η Παρανοϊκή,εγώ.
Μου λένε πως στον ύπνο μου φωνάζω το όνομά σου.
Δεν τους πιστεύω.
Δεν γνωρίζω κανέναν με αυτό το όνομα.
Απογυμνωμένη είμαι από κάθε είδους όνειρο ή εφιάλτη,
ούτε σημάδι από την παρουσία σου τριγύρω.
Μονάχα δροσούλες ξαποσταίνουν στο μαξιλάρι μου
και χαμόγελα γκρεμισμένα,λησμονημένα.

Ξέρεις διαβήκαμε σύνορα.
Μου κρατούσες το χέρι σφιχτά λες και γνώριζες τι ήσουν ικανός να μου κάνεις.
Συρματοπλέγματα στάθηκαν εμπόδια στη φυγή μας.
Νότιες χώρες και τετράγωνα με θέα την πόλη.
Δικαιολογίες πολλές,
αμέτρητες.
Μα επιτέλους γύρισα στην πατρίδα μου και
ξέρεις
είμαι έτοιμη να σου επιστρέψω
 όλα τα ταξίδια που μου έταξες.
Δεν με φοβίζουν πια.







12.10.12

στόχος

άμα θελήσεις στόχευσε με



Και αν ποτέ σε ρωτήσουν
τι έκανα τις νύχτες ,
όταν το σώμα μου
μαζευόταν στην άκρη του κρεβατιού,
να τους πεις 
πως μετρούσα την ευτυχία μου,

με τα δάχτυλα.