ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

27.3.11

τριξίματα στρογγυλά

τρίξιμο πρώτο

Θα μπορούσα να ορκιστώ
πως την είδα να πετάει
να λύνει κορδόνια
από φουγάρα
-ψόφια καιρό-
Ίσως άργησε να σε τυλίξει
ο καπνός μου
Μα δεν παύεις να με βλέπεις
να τρίζω ανάμεσα στα κενά σου δόντια
Καθώς σωπαίνεις
πως αλλοιώνονται έτσι
γύρω σου οι μορφές;
πόσο χυδαία
ξεχύνονται οι παύσεις σου;
Οι γάμπες μου
ποθούν το χορό σου
τρικλίζουν στον ρυθμό σου..
και γέρνεις
εσύ γέρνεις θολά.



τρίξιμο δεύτερο

Κάποιος μου είπε
''Μυρίζεις φωτιά''
έμειναν τα βλέφαρα
γυμνά.
Μια παγωμένη καταιγίδα
κρατούν τα ματωμένα σύννεφα
και τρίζω στα δόντια σου ανάμεσα
και ψάχνεις στο παλτό μου.
Τα όνειρα
τα όνειρα
υπακούν στους ήχους σου,
στους σταματημένους δείκτες σου...
Βαλς
στο απομακρυσμένο τραπέζι
και επιστρέφεις.

19.3.11

16:16


Ορκίζομαι πως δεν είναι το χέρι σου
που εμποδίζει τη σκιά μου.
Η εικόνα μου
θολή
συνθλίβεται στα τζάμια.
Μετράω τα δάχτυλά σου
και τα βρίσκω λιγότερα.
Σε κάθε μέτρημα και λιγοστεύουν.
Αποκόπηκαν τα χάδια σου
από τον ουρανίσκο μου,
μα συνεχίζεις να αναπνέεις
από τις ρόγες μου.
Μια πολυθρόνα
με μελαχρινά αποτυπώματα στις γωνίες
και οι πόρτες να τραντάζονται.
Ποτέ ξανά δεν θα αντικρίσω
το παιδικό σου πρόσωπο
να ματώνει τα σεντόνια,
τη ράχη σου αφημένη
στο μπαλκόνι.
Σε ένα έμμεσο φως
αντανακλώμενο σε ψυχρές επιφάνειες.
Μαζεμένες οι ώχρες
-νεκρές-
με καρτερούν.
Χρώμα υπήρξα
-ζωντανό-
και εσύ σαν φως
με αντάμωσες,
ύπουλα,
με αλλοίωσες.


όχι δεν λούζομαι το φως σου
διαλέγω να επιπλέω στα σκοτάδια σου

17.3.11

σταθμοί σύνορα


Κοιτούσαν τις αλυσίδες τυλιγμένοι σε ρόδες.Καθισμένοι σε σκαμνάκια με καμπουριασμένες πλάτες να συζητούν.Τέσσερα μαγαζάκια στη σειρά.Σκουριασμένες αποθήκες με σιδερικά. Αχρησιμοποίητοι κινούμενοι τροχοί κόντρα στον ήλιο,κόντρα στην μούχλα.Τα μάτια τους,μας έλουσαν βιαστικά,κάπως περίεργα γύρισαν στις κουβέντες τους.
Δεν άκουγα τις λέξεις τους,περπατούσα πλάι του.Η μέρα μύριζε Άνοιξη.Φορούσα τη μακρυά φούστα που μια φίλη αποκαλεί διαφανή κόλαση και με λουλούδια καρφιτσωμένα στο παλτό,τον έπρηζα με τρελές ερωτήσεις.Είχα όρεξη να τον εκνευρίσω εκεί στις άκρες του σταθμού.Αυτός είχε γεμίσει το μούσι του με μαργαρίτες και οι περαστικοί έκρυβαν τα χαχανητά τους,κοκκινίζοντας.Η Άνοιξη έσταζε από τα πρόσωπά μας.Λεωφορείο με αριθμό 12 και οι θέσεις πιο ζεστές από ποτέ.Ένας διασκεδαστικός προορισμός στις γωνίες μιας βρόμικης πόλης και αυτοί εκεί,πιο καθαροί από ποτέ,να σε φοβούνται.Μαζί του, πάντα αυτές οι μικρές αναίτιες διαδρομές παραμένουν χωρίς αρχή,χωρίς τέλος,αιωρούνται.
Μονάχα δυο ζευγάρια πόδια που καίνε την άσφαλτο απομένει να δεις και θα μας καταλάβεις.

10.3.11

διακριτικές αγκαλιές

Μη ξεμακραίνεις καθώς αποχωρώ

Σκυφτός φορώντας ένα φθαρμένο τζιν,γκριζομάλλης,στεκόταν πάνω στο μνήμα και με μια σφουγγαρίστρα γυάλιζε το σταυρό,καθάριζε το άσπρο μάρμαρο.Δίπλα μια γυναίκα και δυο άντρες σκάλιζαν το χώμα.Τα πεσμένα φύλλα ξεσκίζονταν από τα χέρια τους.Προχωρούσε πλάι μου και μαζί ακολουθούσαμε το μονοπάτι.Δέντρα,σταυροί και ουρανός.Ο ήλιος απειλητικός και εγώ να χαζεύω τις ημερομηνιές θανάτου.Μια γλυκιά νηνεμία.Ένα τροχόσπιτο έξω από το φράχτη και του έπιασα το μπράτσο.Προσπεράσαμε το λόφο,η πόλη -ολόκληρη στα πόδια μας- συνέχιζε να διηγείται τις ιστορίες της.Μια γριά με καφέ ρώσσικο σκούφο φώναξε ''Γεια σου πρίγκιπα!'',στον φούρναρη,αυτός μας κοίταξε γελώντας και απάντησε''Γεια σου,γεια σου!'',μα ίσως αυτή δεν τον άκουσε.Αγόρασα κουλούρι με σταφίδες και αυτός ένα σάντουιτς με μορταδέλα -που μάλλον την λατρεύει-.Το κρύο αχόρταγο να μας καταβροχθίζει ,μα αφάνταστα οικείο να κάνει νάζια στο δέρμα μας.Για λίγο υπήρξαμε ηθοποιοί.Παλιάτσοι μεταμφιεσμένοι με δέρματα ζώων, περιπλανιόμασταν στο σκηνικό ενός δάσους.Τα δάχτυλα μας δεν ήταν δαγκάνες,παρά φτερούγες μαύρων πουλιών,μιμούμενες γλώσσες.Μαθήματα συντονισμού στα μεθυσμένα νιάτα μας.Ενώσεις.Δίπολα πεσμένα σε ξύλινες αίθουσες.Καθόταν δίπλα μου και σχολίαζε.Έβγαζε ήχους σπάνιων πουλιών και εγώ να τον σκουντάω να πάψει πια,μην τύχει και μας σημαδέψει ο άλλος με το λέιζερ του και αρχίσει το κήρυγμα περί αδιαφορίας -αμάθειας μπλα μπλα- των νέων.Ανταλλάξαμε κασκόλ και αυτός φυσούσε τα γάντια μου,κόκκινα όπως ήταν.Έλξεις.Όχι διαμοριακές.Εντάξει ίσως ήμουν υπερβολική.Με τράβηξε -με τοποθέτησε κόντρα στον ήλιο- και έμεινε να κοιτάζει τα μάτια μου -βαθιά-.Τέτοιες στιγμές δεν τον ρωτάς ,''Μα τι κάνεις;Είσαι τρελός;''.Τον αφήνεις στις φαντασιώσεις του.Ας μην σταματήσει ποτέ.Πέμπτη πρωί.Τα κάστρα ,ιπτάμενα πόδια ,να μας ακολουθούν.Σκυλιά μαζεύτηκαν γύρω μας.Άρχισε να γελά με το βλέμμα μου,του ΄δωσα μια δυνατή στη κοιλιά. Βόγκηξε.Ύστερα γέλασα και εγώ.Και συνεχίσαμε..

7.3.11

5:31

Στα χαρτιά που απλώνονται εμπρός σου
δείξε λίγο από τα σαγόνια σου.

Μια κιτρινισμένη αυγή
ξενυχτισμένος από κούφια σώματα
ξυπόλυτος κλοτσούσε κουρέλια.
Είχε ένα σκαμνί
δίπλα σε ένα παράθυρο
με σκούρο πράσινο ξεφλουδισμένο χρώμα..
Στο πάτωμα
λυγισμένες μορφές ανάσαιναν
-βαριά-
σαν ώρες να στέκονταν σωριασμένες στο δωμάτιο.
Χρόνια νεκρική σιγή.
Δε γνώριζε πρόσωπα.
Άπλωσε μια κουβέρτα πάνω του,άναψε τσιγάρο και έμεινε να κοιτάζει το παράθυρο.
Η κίνηση έξω λιγοστή.
Ομίχλη σκέπαζε τα κτίρια,υγρασία φώλιαζε στα τζάμια.
Πρωινή μουντάδα.
Έψαξε για κάτι υγρό,ανάμεσα σε πόδια,σκουπίδια και στάχτες.
Βρήκε μια βεργίνα μισοτελειωμένη και έβρεξε τα χείλη του.
Ήθελε να μείνει μόνος.Τρεις μέρες πίνανε.
Μεθυσμένες σκιές στο σπίτι του και αυτός εκεί να παλεύει να ξεχάσει.
Χρωστούσε.
Μαθήματα,δανεικά,φιλιά,τσιγάρα.
Κάθε μέρα και κάτι καινούργιο..
Από μπροστά του πέρασαν τα χέρια τους,να τον σηκώνουν,να τον μεταφέρουν,να του σφίγγουν τα μπράτσα.
Ξύπνησε ύστερα από ώρες,λουσμένος από τα φώτα της πόλης,ακουμπησμένος στο δεξί δοκάρι το κρεβατιού,με την ίδια κουβέρτα να τον σκεπάζει.
άναψε τσιγάρο.
Οι άγνωστοι κομπάρσοι απουσίαζαν.
Τα σκουπίδια -βουνό- μαζεμένα σε μιαν άκρη.
Παραπάτησε σε ένα άδειο μπουκάλι κρασί,κόντεψε να βρεθεί φαρδύς-πλατύς στο πάτωμα να κοιτάζει τη μούχλα στο ταβάνι..μα στηρίχτηκε από τον τοίχο..
Φόρεσε παπούτσια,ρούχα και βγήκε στο δρόμο.
Κατηφόρισε.Κοντοστάθηκε.Συνέχισε.Βρήκε πέντε,έξι μοναχικούς ταξιδιώτες να διασχίζουν τα πεζοδρόμια.Τους μάζεψε ρίχνοντας οινόπνευμα μπροστά τους.Αυτοί ακολούθησαν.Φτάσανε στο σπίτι.Είχε ξεχάσει τα κλειδιά.Σκαρφάλωσε και μπήκε από το παράθυρο.Τους άνοιξε.
Κάθησαν και άρχισαν τους κύκλους,,
Μιλούσαν με τα μάτια και τα δάχτυλα τους γύρναγαν γύρω γύρω.
Έπρεπε να ξεχάσει και να ξεχαστεί,λοιπόν.
Σήμερα ίσως τα κατάφερνε.

5.3.11

ξυλοδαρμοί

Στη μέση της σκηνής
τα τσιγάρα κυριαρχούσαν.
Ψηλές,ξερακιανές μορφές,με παρομοιότυπο βλέμμα σπρώχνονταν .
Κι όμως αμα δεν υπήρχαν όλες αυτές οι απαγορευμένες ουσίες για μυαλό και καρδιά
οι τύποι θα νιαούριζαν με τις αρβύλες στο χέρι,τραβώντας τα μούσια τους.
Στις τσέπες τα χέρια
ζεστά κοκκινίζουν.
Το να κοροϊδεύεις για να ξεχάσεις
είναι η χειρότερη ανθρώπινη κατάντια .
Δεν πιστεύουνε στο μελάνι μου
στις φτηνές λέξεις μου
ακόμα και αν μου χάρισαν
τα γλυκά τους χαμόγελα,
όλα ήταν προσκολλημένα στην επιφάνεια.
Το βλέμμα αυτό,
το ψυχρά ζεστό
το γλυκά χλωμό
δεν θα με γεμίσει ίσως ποτέ περισσότερο.

..και ντυμένος γυναίκα
μικρή τραβεστί
αγκάλιαζε τους φίλους του.
Τις ειρωνίες τις έθαψε ,το παλτό του το προσπέρασε,πείραζε μόνο το μαλλιά του και με λυγμούς τους έλεγε
''Είμαι εντάξει.Αύριο δεν θα θυμάμαι τίποτα.''
Το άλλο πρωί,θυμόταν -σχεδόν- τα πάντα.Ίσως γιατί ορισμένα γεγονότα δεν διαγράφονται από κανένα είδος μνήμης.Είχε δίκιο,δεν θα ακολουθούσε τα καλούπια-μοντέλα τους.Ακόμα και αν με μάτια ορθάνοιχτα κριτικάρουν τις πράξεις μας,εμείς έχουμε αυτό το ''μέσα'' και με αυτό παρέα πίνουμε τις νύχτες.
Τα θυμάται όλα λοιπόν.Τα ζεστά,τα κρύα.

Συνέχισε να πιέζει το διακόπτη
και να αλλάζουν οι σκιές
μικρή κοπέλα
''ποτέ άλλοτε δεν σε είχαν κοιτάξει έτσι''της είπε.
Φως σε ένα σκληρά
ανεξήγητο σκοτάδι.
Μπιλιάρδο στα χέρια τους
το σώμα του
-μα η γαλήνη μακρινό ταξίδι-
Γιατί δεν είμαστε παρέα σε όλο αυτό;
Σε κάθε πόλη,άφησες και ένα διαφορετικό σου κομμάτι.
Επιστρέφεις μισός.Τα μάτια σου γυαλίζουν ,σαν αγρίμι.
Μιλάς και τα λόγια σου καίνε.
Το ΄χω καταλάβει.
Και εγώ και αυτοί και άλλοι γνωστοί.
Σταμάτησε να ανοιγοκλείνει το διακόπτη.
Έσβησε τις ημερομηνίες.
Έκοψε τα σχοινιά.
Σε μια κόλλα χαρτί έγραψε μόνο.
''Εδώ αλλάζουν οι άνθρωποι,δεν θ αλλάξει το φως ;''
Ύστερα έβγαλε τη στολή της κοπέλας από το σώμα του
και έμεινε να κοιτάει το είδωλό του,γυμνό στο καθρέφτη.
Αυτός ήταν.
Μια γλυκιά άσχημη ύπαρξη.

1.3.11

ανώδυνα


Οι κεραίες βυθίζουν την πόλη.
Ασχημαίνουν τον εαυτό τους καθώς αυξάνονται.
Μακρυές όπως είναι
μπήγουν τα κεφάλια τους
στον ουρανό.
Του επιφέρουν πρόσθετο βάρος.
Τι να κάνουμε έναν υπέρβαρο ουρανό ;
Δε θα τον αντέξουμε.Δε θα μας αντέξει.
Στο λόφο τα σπίτια
γαντζώνονται από τα σύννεφα.
Εγωιστικές συμπεριφορές από κιλά μπετόν
προς μαξιλάρια φτωχών.
Ειρωνεία.
Τα μέτωπα μας,μελανιασμένα
στέλνουν σήματα σε τζαμαρίες.
Ω ναι
Ας χτίσουμε άλλον έναν γκρίζο πύργο φρίκης.
Ας εξολοθρεύσουμε λίγο ακόμα από αυτό το θεόρατο σεντόνι που στέκει από πάνω μας.
Μαζική αυτοκτονία λέγεται.

εν κατακλείδι

Δεν χωράνε άλλοι.Οι θέσεις γεμάτες.Η τελευταία κοπέλα κάθισε δίπλα του στο σκαλοπάτι και κρεμάστηκε πάνω του.Μια νύχτα περίεργη,μα γεμάτη.Φαίνεται οτι θα σου πάρει τα πάντα,σχεδόν θα σε ξεγυμνώσει μα καθώς κλείνεις τ μάτια καταλαβαίνεις πως έχεις κερδίσει τα διπλάσια.Διαβάζει τη ''τελευταία κατάθεση''.Άμα με θες θα ΄μαι κοντά σου.Όπως με θες.Λέξεις απλές.Σωρός αφημένη σε υπερυψωμένα στρώματα και το παιδί με τα μούσια -η μελαχρινή άγνωστη ύπαρξη- ξαφνικά πετιέται στο δρόμο σου, 2 ώρα το πρωί,για να σε αποτελειώσει.Οι πατάτες ήταν γλυκές και οι μπύρες -αλκοόλα σε νιώθω!- σκέτη κόλαση.Δε θυμάμαι πολλά,μα αυτό το τελευταίο γαμημένο συναίσθημα που με σήκωσε όρθια συνεχίζει να αναπνέει αθόρυβα.Από πότε τα αυτοκίνητα σφυρίζουν ; Η νύχτα σώπασε ξαφνικά.Φανάρι πράσινο και ξεχνάς ποια ήσουν -τότε που με τα ολ σταρ χωνόσουν σε καφέ δερμάτινες πολυθρόνες και σκεφτόσουν- .Τα σκαλιά του σχολείου πλέον δεν οδηγούν σε κανέναν -αδιέξοδη παιδεία- .Η πλήξη,τους αλλάζει χρώματα με τα πλακάκια να σπάνε ,να κομματιάζονται.Μικροί καθώς είμαστε σπάμε ποτήρια για να μας δούμε παρέα με ένα λαμπρό αύριο,μα καθώς φτάνουμε σε αυτό,ψάχνουμε τα γυάλινα κομμάτια ολόγυρα,να τα ενώσουμε,να γυρίσουμε πίσω,να δούμε τι πήγε στραβά.Τι άλλαξε στη πορεία.Αυτή η αγέλη τα μετουσιώνει όλα.Διαλέγεις.Μέσα ή έξω -στο ενδιάμεσο βρίσκονται οι ποιητές- .Με όποιο μέρος και να πας θα καταλήξεις στα τέσσερα με μια κόλλα να ενώνεις τα θρύψαλα.Όλα καταλήγουν στον εξώστη.Μια θεατρική παράσταση αφιερωμένη σε ΄σένα.Είσαι ο ηθοποιός και ο θεατής.Ίσως και ο σκηνοθέτης.Και ύστερα απορούν.Να τολμάς.Να ορμάς.Αυτό είναι που (από)μένει.