ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

28.9.11

χρωματισμοί

΄Εφυγες
με θρησκευτικές τελετές
σε θάψανε τα αγρίμια.
Ακόμα και στα ξενύχτια
αυτής της γκρίζας πόλης,
ξέρεις
πως τα νερά,αλμυρά
σε προσμένουν.
Κάθισε στα πόδια μου,
για μια τελευταία φορά.
Δες πως τα μαλλιά σου,
σκίζουν τον αέρα
σαν καραβόπανα.
Ευλαβικά κινήσου
παράλληλα με το σύμπαν.
Θα σε ξεχάσω
στις ακρογιαλιές
που παρέα
τραντάζαμε τα κύματα.

Στα χρώματα


Κατεδάφισε
την τελευταία χαραμάδα από το χλωμό σκοτάδι

Σε ένα απέραντο βάλτο
κολύμπησε
μα βούλιαξε στην 'άκρη της θάλασσας.
Αποκαμωμένος
ξαπόστασε στην αγκαλιά μου
σαν πλάσμα καμπυλωτό
κρεμάστηκε από τις γέφυρες του στήθους μου.
Ο ήλιος τον έκαψε.
Στο πρόσωπό του βουνά
και αναρριχητές.
Οι πιστοί
πετροβόλησαν τη σκιά του
καθώς αυτός πλάγιασε
στους τοίχους του ναού τους.
Με μια εφημερίδα
λασπωμένη,
με δυο λέξεις τυπωμένες
σκούπισε τα αίματα.
Τον λάβωσε η μνήμη του.
Κομπάρσος στάθηκε στη ζωή του
και αναδύθηκε από το θάνατο
σαν φλόγα
με φώτισε.




23.9.11

1992

στους Π του κόσμου
-γλυκές υπάρξεις-

Άνοιξε το ραδιόφωνο,εκείνο το παλιό καφετί του πατέρα του.Εκείνος ήταν νεκρός πια.Τον ρούφηξαν τα τσιγάρα.Τον κάναν μια χαψιά και έμειναν τα μάτια του αντικριστά να εύχονται -Καλή συνέχεια σε όλους.
Πράσινες,χοντρές εγκυκλοπαίδειες,ανακατεμένες με κλασσικά μυθιστορήματα και αταίριαστη ποίηση,ήταν καταχωνιασμένα στα ράφια.
Είχε χρόνια να μυρίσει το χαρτί,να διαβάσει σειρές σκόρπιων λέξεων.

Ακουγόταν το κλάμα της,το γρήγορο λαχάνιασμα της από την κούνια.
Άνοιξε την πόρτα και ξεπρόβαλε το παρελθόν του,στο μικρό δωμάτιο με τα μεγάλα παράθυρα.

Ναι εκείνος ίσως είχε φύγει,ίσως με τα χέρια του τρυπημένα.Τις φλέβες ενωμένες με σωλήνες ,με πρόσωπο χλωμό και με φωνή ραγισμένη,με καπνούς στα τοιχώματά της,του είχε προσφέρει ένα κουτί και μικρές κοφτές προτάσεις,
-Να είσαι ευτυχισμένος.
δυο δαχτυλίδια που όρθια καθρέφτιζαν την αμηχανία τους.
Η σιωπή είχε πάρει τη μορφή ανείπωτων συναισθημάτων.
Οι σκάλες είχαν σταθεί εμπόδια.Η φυγή είχε ξεριζωθεί από το μυαλό του.Το υγρό διαπερνούσε τις αρτηρίες.
Τον είδε να σωπαίνει.Γνώριζε τις σκέψεις του.Τις στερνές.Τον φόβο.΄
Ήθελε να του πιάσει τα δάχτυλα.Να τον σφίξει.Να του προσφέρει δυο ,τρία χρόνια ακόμα.Λίγη χαρά,κλάμα μωρού,σαλάκια και εκδρομές σε ξενοδοχεία με θέα την θάλασσα.Ίσως ήθελα να ψιθυρίσει και ένα -Σε αγαπώ.Μείνε....
Αντί γι αυτό βρήκε τον εαυτό του να σπρώχνει την καρέκλα του,να τον βαστάει από τα μπράτσα, βοηθώντας τον να φτάσει στο κρεβάτι.
Είχε κρύο ζέστη δεν θυμόταν.Ιδρώτας μονάχα και ένα γρήγορο ξεψύχισμα,που δεν άφησε χώρο και χρόνο για αποχαιρετισμούς.

Τώρα,ύστερα από χρόνια,με μια κορούλα να τον κρατάει ξάγρυπνο τις νύχτες,αναπολούσε τις στερνές στιγμές τους..

΄Ηταν εκείνος,τότε που τον έσωσε.Τώρα ίσως αυτή σώσει αυτόν.

22.9.11

περιπλάνηση

Τα κάστρα φωτισμένα, πασαλειμμένα με κιτρινωπά,ασθενικά φώτα.Ένας αέρας χωνόταν στην φούστα μου,βλέμματα καρφώνονταν στους μηρούς μου.Περπατούσα γρήγορα.Με βιασύνη διένυα τους δρόμους,δεν πρόσεχα τα φανάρια που αναβόσβηναν σαν τρελά,τους ανθρώπους που σιχτίριζαν το κάθε τι γύρω τους.Έψαχνα την θάλασσα.Η θάλασσα με έψαχνε ,σαν να ΄μουν το χαμένο όστρακο που ξέβρασε το κύμα στην πόλη.Στάθηκα στην άκρη του πύργου.Με μια αίσθηση ξεγύμνωσης,στάθηκα, αφαιρέθηκα στο τέλος της.Ήταν ήρεμη,γαλήνια και σχετικά καθαρή.Τα σύννεφα βαριά,μαύρα, αποκαΐδια στην παρακμή μιας ολόκληρης γενιάς.Βαστούσαν τον ουρανό τα σύννεφα,όπως εγώ βαστούσα τον πόνο στα χείλη μου,έσερνα την θολωμένη μου φιγούρα στην τελευταία ασφαλτωμένη γη.Μαύροι τύποι,απόγονοι μιας άλλης εποχής με πλησίασαν,μου μιλούσαν αγγλικά σχολιάζοντας την ποίηση.Απαντούσα μονολεκτικά,με απλές φράσεις,κοφτές,σταύρωνα την δύση,πασπάλιζα με σάλια την οδοντοστοιχία μου.Μετά από λίγο βαρέθηκαν και έφυγαν.Έτσι είναι οι άνθρωποι,μιλάνε χωρίς να γνωρίζουν, αποζητάν την προσοχή,τον θαυμασμό σου,στην πρώτη αγνόησή σου,σκάνε και φεύγουν.Άνθρωποι δεκανίκια της θάλασσας.Αθώα αποβράσματα.
Είναι φορές που εμφανίζεσαι δίπλα μου,με τον αληθινό σου εαυτό με αγκαλιάζεις.Ντύνομαι και εγώ τις κρυμμένες εκφράσεις μου και σαν εσένα,αληθινή ξαπλώνω στον ώμο σου.Έχουν περάσει χρόνια,είμαστε λιγάκι ευτυχισμένοι και μόνοι.Κάνεις δεν ασχολείται με τις περίεργες ορέξεις μας,δεν σχολιάζει τις κραυγές μας τις νύχτες.Στον αισχρό έρωτά μας,κανείς δεν παίρνει μέρος,μονάχα στραβοκοιτάγματα στα ρούχα μας αισθανόμαστε και κρυφογελάμε.Ναι έτσι ξεκινάνε και τελειώνουν οι φορές που ο εγωισμός μας έχει καταντήσει ψίχουλα στα χέρια μας.Έτσι τελειώνουν οι φανταστικές μας περιπλανήσεις.
Κάθομαι στα σκαλάκια.Ακούω τα σάλια από τα ζευγάρια πιο πέρα να γλύφουν τα προσωπεία τους.Η θάλασσα είναι μισό βήμα μπροστά μου,σκέφτομαι να αφεθώ.Να ακουμπήσω τα νερά της σκέφτομαι,να λιώσω εκεί σιμά της,να με ρουφήξει στον πάτο της,τα σκοτάδια της να με γεννήσει,να με μεταμορφώσει σε πλάσμα της.Δεν κάνω βήμα,ίσως φοβάμαι,δεν θέλω να χαθώ από την ζωή του ίσως.Γυρνώ. Αντικρίζω μια κοπέλα στην ηλικία μου,μόνη στρίβει τσιγάρο,σκέφτομαι να της ζητήσω ένα,λίγη φωτιά και παρέα,μα κλείνομαι στο μέσα μου.Σαν να ΄μαι ήδη νεκρή, χλομιάζω,την ξεχνώ.Ένας με φόρμες και αθλητικά,καστανός,εύσωμος και παρατημένος κάθεται δίπλα της,κάτι της λέει,το πρόσωπό της με μια έκφραση αηδίας τον βρίζει.Σηκώνομαι και αρχίζω να περπατώ αντίθετα από αυτούς.Δεν έχω όρεξη για να μαι το επόμενό του θύμα,ούτε χρόνο.Ανηφορίζω.Ο ουρανός έτοιμος να χύσει στα κεφάλια μας,τόνους νερού.Διαδρομή δεν υπάρχει,μονάχα μονοπάτια.Με οδηγούν σε μέρη που δεν θέλω να σταθώ,σε πρόσωπα που δεν θέλω να αντικρίσω.
Τον σκέφτομαι να τραντάζει το κεφάλι του,μετανιωμένος,μα και καυλωμένος να την αποζητάει.Διχασμένος από τον έρωτα του και την ζωώδη φύση του,να βλαστημάει την συμπεριφορά μου.Έχω σφραγίσει κάθε ευκαιρία για συνεννόηση μαζί του.΄Εχω παρατήσει κάθε σκέψη για μια ακόμα μέρα πλάι του.
Οι άνθρωποι στον δρόμο λιγοστεύουν,αρπάζονται από αόρατα σχοινιά και αυτοκτονούν στην μέση των πλατειών.Προσπερνώ, περιπλανιέμαι κάτω από τα πόδια τους.Ο αέρας μυρίζει νεκρή σάρκα.Οσφραίνομαι τον θάνατο παντού.
Η ζωή μου ήταν αυτός και αυτός μονάχος του αποκαλέστηκε ο βιαστής μου. Ηθελημένα με ισοπέδωσε.Βρήκε την αχίλλειο φτέρνα μου και με κατέστρεψε.
Θα μαζευτούν όλοι μαζί και θα χαζογελάνε.Τον γνωρίζω.Πρώτος αυτός θα σοβαρευτεί.Ύστερα όλοι μαζί.Θα με έχουν ξεχάσει.
Αστράφτει.Χοντρές ψιχάλες ερωτοτροπούν με το σώμα μου.Δεν έχω κουράγιο γι άλλη σκέψη.Τροφή για να τον κάνω εχθρό μου,δεν μου απέμεινε άλλη.
Σε μια μέρα να ποδοπατήσω τα πάντα,μου είναι αδύνατο.
Φεύγω. Στριφογυρνώ γύρω μου.Περιστρέφομαι και φεύγω..Αφήνω την θάλασσα,την βροχή,τα ψιθυρίσματα των νεκρών πίσω μου.
Μακρυά μια κόκκινη λωρίδα φωτός ξεχύνεται στα σπίτια.
Κάτι με περιμένει πίσω από όλο αυτό ,κάτι κρέμεται ,δίχως ντροπή και αυνανίζεται στην σκέψη της προδομένης ανθρωπότητας.Ξεσηκώνομαι και ξεκινώ για να το συναντήσω.Δίχως αυτόν ξεσηκώνομαι,ανηφορίζω.

14.9.11

the devil made me do it

Λάμπες αναβοσβήνουν,μα δεν είναι στην πρίζα.
Γι αυτό και για κείνο μιλάνε,ρεμβάζουν,ξαποστέλνουν τα αποτσίγαρα τους από τα παράθυρα.Ο αέρας μπαίνει ζεστός,η υγρασία κολλάει στα κορμιά τους,αναδεικνύει τις καμπύλες τους.
Λένε οτι είμαστε ένα μήνα πίσω,αιώνες πίσω είμαστε -προσθέτω εγώ- .Οι συμπεριφορές στους δρόμους μοιάζουν με ψηφιακά νεύματα.Συναντάς χαμένα βλέμματα ,πεταχτά φιλιά και σκυμμένα κεφάλια,από απάθεια ή αναζητώντας κανένα πεσμένο κέρμα,προσπερνάς,αναμετράς τις τελευταίες σου δυνάμεις για να φανερώσεις ξανά το κεφαλάκι σου στον ήλιο που καίει,πάνω από την άσφαλτο.
Οι λέξεις κρύβουν νοήματα που μάλλον πολλοί δεν θα αισθανθούν ποτέ.Γελούν με καλαμάκια στο στόμα,κουνιόνται πλασάροντας το στιβαρό τους σώμα,μα ο εγκέφαλός τους πληγωμένος,έχει συρρικνωθεί,έχει υποτροπιάσει.
Αγοράζουν εφημερίδες για να αποκτήσουν απαγορευμένα βιβλία,με λεπτό χαρτί,έτοιμο να σκιστεί στο δευτερόλεπτο,μα είναι φτηνό και τυλιγμένο σε ζελατίνη και το νιώθουν ήδη ζεστό να στέκει στην αγκαλιά τους,να τους ανήκει.
Χάρτινα κουτιά με σχισμές για συνεισφορές,ο κόσμος τα προσπερνάει ντροπιασμένος,χώνει τα δάχτυλά του στα φασόλια του μπακάλη.
Ξεχνιέται καθαρίζοντας επίτηδες κρεμμύδια,και απαντάει σε όποιον ρωτήσει.
''Γιατί είναι κόκκινα τα μάτια σου; Έκλαιγες;Ειδήσεις έβλεπες πάλι;''
''Ω μα όχι,καθάριζα κρεμμύδια.Πρέπει να στείλω φαΐ στον Γιαννάκη,όλη μέρα διαβάζει το παιδί,μισό έχει μείνει..''
Μα ο Γιαννάκης τρέχει στις συνελεύσεις,στις καταλήψεις και στα συντονιστικά,ξεχνάει να φάει,ψάχνει την κοπέλα από το χθεσινό πάρτυ με τα μπλε μαλλιά,με μαύρους κύκλους στρίβει τσιγάρα,πίνει μπύρες ζεστές,γελάει με τον σκύλο της σχολής και τα κόλπα του.Ο Γιαννάκης πεινά,μα σιωπά,τα δικά του δάκρυα δεν μπορεί να τα φορτώσει στα κρεμμύδια,τα ρουφάει βαθιά,γραπώνει γροθιές,τινάζει το μέλλον του,του ανήκει το κάνει οτι θέλει.Στέλνει φιλιά στην μαμά,υπόσχεται έναν σύντομο ερχομό στο χωριό,δαγκώνει τα χείλια του τις νύχτες,ελπίζει και ελπίζει σε ένα αύριο χθες .
Τον γνωρίζω τον Γιαννάκη τον ζω κάθε μέρα παντού δίπλα μου τον αισθάνομαι να ανασαίνει υγραίνοντας τις αίθουσες.Μαμά του Γιαννάκη,μην κλαις,νιώθω το βλέμμα του,σου λέω,θα πετύχει.Θα μονιάσει τους εφιάλτες του με τς χλωμές αυγές,θα ξεπηδήσει πριν καλά καλά το καταλάβεις.'Όλοι μας άλλωστε.


9.9.11

η άλλη


Ένα βαθύ μπλε χυνόταν στους ώμους του.Αργούσε να 'ρθει κοντά της,λες και οικειοθελώς καθυστερούσε την συνάντηση τους,σαν να φοβόταν μήπως δεθεί,τον κυριεύσει το πάθος και αυτή απογοητευμένη τον αρνηθεί.Καθόταν δίπλα της και τις ψιθύριζε ιστορίες στο αυτί,καμιά φορά έκλεινε τα μάτια και την χάιδευε με πορεία πάντα να καταλήγει στα χείλια της.Εκεί τα ακροδάχτυλα του, τρεμάμενα λούζονταν διστακτικά την απαλότητα τους,σπαρταρούσαν με μέθη.Την κρατούσε από τον λαιμό και αυτή νοτισμένη από ηδονή έχωνε την γλώσσα της βαθιά στο στόμα του,ταξίδευε από τον ουρανίσκο στα ούλα,στα δόντια,περικύκλωνε την γλώσσα του με μανία και ύστερα ιδρωμένη ξεκούμπωνε την μπλούζα της.
Είχε ερωτευτεί την στρογγυλάδα του σώματός της,καθώς αυτό τυλιγόταν πάνω του, ανασηκωνόταν με έκσταση.Την πίεζε να του πει τι σκέφτεται γι αυτόν,άμα ονειρεύεται αρσενικά να της κάνουνε έρωτα,αν θα έφευγε μαζί του για τον Βορρά.Μα αυτή σιωπηλή,προχωρούσε γυμνή στο δωμάτιο,στεκόταν στον μεγάλο καθρέφτη και αγγιζόταν,ύστερα ύγραινε την παλάμη της,ξάπλωνε δίπλα του και τον χάιδευε στο στήθος.Αυτός ξεχνούσε ερωτήσεις και δισταγμούς,την έκανε δική του, κάθε φορά και πιο βίαια χυνόταν μέσα της,ταλαντευόταν με το εσωτερικό της,τρίκλιζε με τους αναστεναγμούς της.Είχε καταντήσει ένα κορμί υπνωτισμένο από τις κινήσεις της.Ένα πούπουλο που τα παιδιά δεν αφήνουν να πέσει στο πάτωμα,να αναπαυτεί,συνεχώς το φυσάνε και αυτό ζαλισμένο γυρνάει γύρω γύρω στο χώρο.Διψούσε από έρωτα,από τον δικό της οργασμό,είχε αρρωστήσει από τις φαντασιώσεις του ,από τους φόβους του μήπως δεν της είναι αρκετός.Ένα πρωινό άκουσε την πόρτα να κλείνει.Ήταν χειμώνας ,σκοτάδι και η βρύση του μπάνιου έσταζε τις τελευταίες της σταγόνες.Η κουβέρτα είχε χυθεί στην άδεια μεριά του κρεβατιού.Σηκώθηκε και έτρεξε στο παράθυρο,την είδε να στέκεται με το κασκόλ της τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι της ,είδε τα μάτια της να αστράφτουν σκόνη,τα μποτάκια της λυμένα,έτοιμα να της στήσουν παγίδα.Φώναζε,έβριζε,τραβούσε τις κουρτίνες,την καταριόταν.Μισή μέρα πριν από το κοινό τους ταξίδι μα αυτή δεν άντεξε.Ο Βορράς φαινόταν ανίκανος να δεχτεί την ανυπάκουη φύση της.Κανένα σημείωμα καμιά λέξη ή σημάδι που να εξηγεί το γιατί.Το πρόσωπο του κοκκινισμένο,έτοιμος να χιμίξει σαν ζώο,να την πνίξει,να την γδάρει με τα νύχια του.Δεν έκανε τίποτα,ύψωσε τις γροθιές του και έσπασε το τζάμι.Την είδε τρομαγμένη να τρέχει,να πέφτει μέσα σε λακκούβες με νερά,να χάνεται στα στενά.Έτρεχε και αυτός ένιωθε πως πίσω της ,σε κάθε της πάτημα,άφηνε και ένα κομμάτι του.Σε κάθε της ανάσα,ούρλιαζε πως ποτέ δεν τον αγάπησε,πως δεν του άνηκε ποτέ,πως ποθούσε οποιονδήποτε αλλουνού το άγγιγμα,την σάρκα,τα σάλια.
Ύστερα από χρόνια,ξεχασμένος σε ένα όνειρο,ψηλά στις παγωμένες χώρες,πάλευε με ξανθά θηλυκά που τον ρουφούσαν βδομάδες ολόκληρες.
Από τα ουρλιαχτά ηδονής τους,εκεί ανάμεσα στα χιονισμένα δάση,τα αυτιά του είχαν αποκτήσει ένα διαρκές βουητό.
Στην αρχή ξεκίνησε σαν θόρυβος,σαν μακρινή ηχώ που τον παρέσερνε να στριφογυρίσει στις επαναλήψεις της.Στη συνέχεια σαν αβάσταχτη σιωπή που έλιωνε στο τύμπανο του.Ήταν το βουνό που ξυπνούσε τα πρωινά και ξερνούσε τις βραδυνές κραυγές των ζώων.Το κατάλαβε χρόνια μετά καθισμένος πια σε μια ξύλινη,κουνιστή πολυθρόνα, κρατώντας μια τρίχα της.
Και την συγχώρεσε.


5.9.11

κάτω από 'μένα

Ακόμα και ο δρόμος,
αποχωρίζεται τα βήματά μου.
Τα γαβγίσματα
στήνονται στην σειρά,
περιμένουν ένα χέρι να τα μαζέψει
να τα χαϊδέψει
ώστε να πάψουν να φέρονται ενοχλητικά.
Ένας ήχος,
παράξενος,
αποκαΐδι της φύσης.
Υποφέρει,
από τα κρεμασμένα μούτρα της.
Από τον χαώδη ενθουσιασμό του.
Φωνάζει ''έλα''
και οι βλεφαρίδες του απλώνονται,
σαν το μοτίβο που αποτυπωμένο,
στολίζει την φλοκάτη στη σοφίτα..
Βότσαλα.
Κύματα.
Το καλοκαίρι γιορτάζει λαθραία.
Ξεμυτίζουν
ατασθαλίες.
Παραδινόμαστε
άφοβοι,
βουβοί,
ξενυχτισμένοι
κερνάμε μπύρες
παγωμένες
στα ναρκισσιστικά μας νιάτα.
Οι μέρες ξαφνικά στένεψαν
Τα σώματα διογκώθηκαν,
αδυνατούν να χωρέσουν στις επιθυμίες.
Τα βιβλία,
παραμένουν θησαυρός,
έστω και δανεισμένα.
Ο χειμώνας διστακτικός,
χτενίζει τα παραθυρόφυλλα.
Κάποιοι τον αποζητούν με μανία,
άλλοι πασαλειμμένοι με δάκρυα τον κλωτσάνε στις αποβάθρες.
Μα αυτός έρχεται.
Κουβαλάει αναμνήσεις και χαμόγελα.
Τα μαγαζιά,
κατεβάζουν τα στόρια.
Ο κόσμος μαζεύεται στις πλατείες,
διψασμένος για αίμα.
Η ησυχία,
τρικλίζει,
αρπάζεται από τις μασχάλες μας.
Μας
ενώνει
ένα
πάθος
δυσανάλογο
με
τις
εποχές.
Μια
αυγή
παρατημένη
από
το
φως
του
αναδυόμενου
ήλιου.