ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

14.9.11

the devil made me do it

Λάμπες αναβοσβήνουν,μα δεν είναι στην πρίζα.
Γι αυτό και για κείνο μιλάνε,ρεμβάζουν,ξαποστέλνουν τα αποτσίγαρα τους από τα παράθυρα.Ο αέρας μπαίνει ζεστός,η υγρασία κολλάει στα κορμιά τους,αναδεικνύει τις καμπύλες τους.
Λένε οτι είμαστε ένα μήνα πίσω,αιώνες πίσω είμαστε -προσθέτω εγώ- .Οι συμπεριφορές στους δρόμους μοιάζουν με ψηφιακά νεύματα.Συναντάς χαμένα βλέμματα ,πεταχτά φιλιά και σκυμμένα κεφάλια,από απάθεια ή αναζητώντας κανένα πεσμένο κέρμα,προσπερνάς,αναμετράς τις τελευταίες σου δυνάμεις για να φανερώσεις ξανά το κεφαλάκι σου στον ήλιο που καίει,πάνω από την άσφαλτο.
Οι λέξεις κρύβουν νοήματα που μάλλον πολλοί δεν θα αισθανθούν ποτέ.Γελούν με καλαμάκια στο στόμα,κουνιόνται πλασάροντας το στιβαρό τους σώμα,μα ο εγκέφαλός τους πληγωμένος,έχει συρρικνωθεί,έχει υποτροπιάσει.
Αγοράζουν εφημερίδες για να αποκτήσουν απαγορευμένα βιβλία,με λεπτό χαρτί,έτοιμο να σκιστεί στο δευτερόλεπτο,μα είναι φτηνό και τυλιγμένο σε ζελατίνη και το νιώθουν ήδη ζεστό να στέκει στην αγκαλιά τους,να τους ανήκει.
Χάρτινα κουτιά με σχισμές για συνεισφορές,ο κόσμος τα προσπερνάει ντροπιασμένος,χώνει τα δάχτυλά του στα φασόλια του μπακάλη.
Ξεχνιέται καθαρίζοντας επίτηδες κρεμμύδια,και απαντάει σε όποιον ρωτήσει.
''Γιατί είναι κόκκινα τα μάτια σου; Έκλαιγες;Ειδήσεις έβλεπες πάλι;''
''Ω μα όχι,καθάριζα κρεμμύδια.Πρέπει να στείλω φαΐ στον Γιαννάκη,όλη μέρα διαβάζει το παιδί,μισό έχει μείνει..''
Μα ο Γιαννάκης τρέχει στις συνελεύσεις,στις καταλήψεις και στα συντονιστικά,ξεχνάει να φάει,ψάχνει την κοπέλα από το χθεσινό πάρτυ με τα μπλε μαλλιά,με μαύρους κύκλους στρίβει τσιγάρα,πίνει μπύρες ζεστές,γελάει με τον σκύλο της σχολής και τα κόλπα του.Ο Γιαννάκης πεινά,μα σιωπά,τα δικά του δάκρυα δεν μπορεί να τα φορτώσει στα κρεμμύδια,τα ρουφάει βαθιά,γραπώνει γροθιές,τινάζει το μέλλον του,του ανήκει το κάνει οτι θέλει.Στέλνει φιλιά στην μαμά,υπόσχεται έναν σύντομο ερχομό στο χωριό,δαγκώνει τα χείλια του τις νύχτες,ελπίζει και ελπίζει σε ένα αύριο χθες .
Τον γνωρίζω τον Γιαννάκη τον ζω κάθε μέρα παντού δίπλα μου τον αισθάνομαι να ανασαίνει υγραίνοντας τις αίθουσες.Μαμά του Γιαννάκη,μην κλαις,νιώθω το βλέμμα του,σου λέω,θα πετύχει.Θα μονιάσει τους εφιάλτες του με τς χλωμές αυγές,θα ξεπηδήσει πριν καλά καλά το καταλάβεις.'Όλοι μας άλλωστε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου