ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

9.9.11

η άλλη


Ένα βαθύ μπλε χυνόταν στους ώμους του.Αργούσε να 'ρθει κοντά της,λες και οικειοθελώς καθυστερούσε την συνάντηση τους,σαν να φοβόταν μήπως δεθεί,τον κυριεύσει το πάθος και αυτή απογοητευμένη τον αρνηθεί.Καθόταν δίπλα της και τις ψιθύριζε ιστορίες στο αυτί,καμιά φορά έκλεινε τα μάτια και την χάιδευε με πορεία πάντα να καταλήγει στα χείλια της.Εκεί τα ακροδάχτυλα του, τρεμάμενα λούζονταν διστακτικά την απαλότητα τους,σπαρταρούσαν με μέθη.Την κρατούσε από τον λαιμό και αυτή νοτισμένη από ηδονή έχωνε την γλώσσα της βαθιά στο στόμα του,ταξίδευε από τον ουρανίσκο στα ούλα,στα δόντια,περικύκλωνε την γλώσσα του με μανία και ύστερα ιδρωμένη ξεκούμπωνε την μπλούζα της.
Είχε ερωτευτεί την στρογγυλάδα του σώματός της,καθώς αυτό τυλιγόταν πάνω του, ανασηκωνόταν με έκσταση.Την πίεζε να του πει τι σκέφτεται γι αυτόν,άμα ονειρεύεται αρσενικά να της κάνουνε έρωτα,αν θα έφευγε μαζί του για τον Βορρά.Μα αυτή σιωπηλή,προχωρούσε γυμνή στο δωμάτιο,στεκόταν στον μεγάλο καθρέφτη και αγγιζόταν,ύστερα ύγραινε την παλάμη της,ξάπλωνε δίπλα του και τον χάιδευε στο στήθος.Αυτός ξεχνούσε ερωτήσεις και δισταγμούς,την έκανε δική του, κάθε φορά και πιο βίαια χυνόταν μέσα της,ταλαντευόταν με το εσωτερικό της,τρίκλιζε με τους αναστεναγμούς της.Είχε καταντήσει ένα κορμί υπνωτισμένο από τις κινήσεις της.Ένα πούπουλο που τα παιδιά δεν αφήνουν να πέσει στο πάτωμα,να αναπαυτεί,συνεχώς το φυσάνε και αυτό ζαλισμένο γυρνάει γύρω γύρω στο χώρο.Διψούσε από έρωτα,από τον δικό της οργασμό,είχε αρρωστήσει από τις φαντασιώσεις του ,από τους φόβους του μήπως δεν της είναι αρκετός.Ένα πρωινό άκουσε την πόρτα να κλείνει.Ήταν χειμώνας ,σκοτάδι και η βρύση του μπάνιου έσταζε τις τελευταίες της σταγόνες.Η κουβέρτα είχε χυθεί στην άδεια μεριά του κρεβατιού.Σηκώθηκε και έτρεξε στο παράθυρο,την είδε να στέκεται με το κασκόλ της τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι της ,είδε τα μάτια της να αστράφτουν σκόνη,τα μποτάκια της λυμένα,έτοιμα να της στήσουν παγίδα.Φώναζε,έβριζε,τραβούσε τις κουρτίνες,την καταριόταν.Μισή μέρα πριν από το κοινό τους ταξίδι μα αυτή δεν άντεξε.Ο Βορράς φαινόταν ανίκανος να δεχτεί την ανυπάκουη φύση της.Κανένα σημείωμα καμιά λέξη ή σημάδι που να εξηγεί το γιατί.Το πρόσωπο του κοκκινισμένο,έτοιμος να χιμίξει σαν ζώο,να την πνίξει,να την γδάρει με τα νύχια του.Δεν έκανε τίποτα,ύψωσε τις γροθιές του και έσπασε το τζάμι.Την είδε τρομαγμένη να τρέχει,να πέφτει μέσα σε λακκούβες με νερά,να χάνεται στα στενά.Έτρεχε και αυτός ένιωθε πως πίσω της ,σε κάθε της πάτημα,άφηνε και ένα κομμάτι του.Σε κάθε της ανάσα,ούρλιαζε πως ποτέ δεν τον αγάπησε,πως δεν του άνηκε ποτέ,πως ποθούσε οποιονδήποτε αλλουνού το άγγιγμα,την σάρκα,τα σάλια.
Ύστερα από χρόνια,ξεχασμένος σε ένα όνειρο,ψηλά στις παγωμένες χώρες,πάλευε με ξανθά θηλυκά που τον ρουφούσαν βδομάδες ολόκληρες.
Από τα ουρλιαχτά ηδονής τους,εκεί ανάμεσα στα χιονισμένα δάση,τα αυτιά του είχαν αποκτήσει ένα διαρκές βουητό.
Στην αρχή ξεκίνησε σαν θόρυβος,σαν μακρινή ηχώ που τον παρέσερνε να στριφογυρίσει στις επαναλήψεις της.Στη συνέχεια σαν αβάσταχτη σιωπή που έλιωνε στο τύμπανο του.Ήταν το βουνό που ξυπνούσε τα πρωινά και ξερνούσε τις βραδυνές κραυγές των ζώων.Το κατάλαβε χρόνια μετά καθισμένος πια σε μια ξύλινη,κουνιστή πολυθρόνα, κρατώντας μια τρίχα της.
Και την συγχώρεσε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου