ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

15.6.11

στοίβες ήχων

Μια στοίβα από πιάτα στην κουζίνα.
Φορούσε μόνο κάλτσες
και είχε τα μαλλιά δεμένα ψηλά.
Κινούταν σαν τις μορφές σε ταινίες του Σιλβέν Σομέ.
Οι γλουτοί της τραντάζονταν σε κάθε στροφή,
έλουζαν σαν μελωδίες τον χώρο.
Δυο θηλιές στητές.
Ανασηκώνονταν δίπλα του.
Έφτασε έτσι μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας.
Μια μυρωδιά από γιασεμί,
σκέπασε το πρόσωπό της...
Κοίταξε την στοίβα,έπειτα έξω..
Ύστερα πλάγιασε τη ματιά της,
και αντίκρισε αυτόν.
Παραδομένος στο στρώμα με τα χθεσινά ρούχα κι ένα μπουκάλι κρασί πλαγιασμένο στην αγκαλιά του.
Σταγόνες σχημάτιζαν κόκκινες κηλίδες στα σεντόνια,το δέρμα του γυάλιζε ιδρώτα.
Πρόφερε το όνομά του.
Αρχικά από μέσα της
και ύστερα δυνατά..
Αυτό ξεχύθηκε,βρήκε εμπόδια,τα ξεπέρασε,έφτασε ίσα με τα αυτιά του,
μα αυτός αμάθευτος στο να απαντάει,δεν κινήθηκε..
μονάχα τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν..
Ας άνοιγε τα μάτια του,
ευθύς να την ρουφήξει,
να την ηρεμήσει.
Οι κόρες του διεσταλμένες να την σφίξουν στις αγκαλιές τους,να την αφήσουν να κλάψει,να ουρλιάξει,να βογκήξει .
Μα όχι,κλεισμένος στο ίδιο του το ψεύτικο είδωλο,
ασβέστωνε τις μάσκες του,τα καλλιτεχνικά ανέκφραστα προσωπεία του.
Το δέρμα της είχε μουδιάσει.
Το απέδωσε στο κρύο αέρα του σπιτιού.
Πήρε το πρώτο πιάτο από τη στοίβα
-ένα με μοβ βιολέτες,δώρο φίλων-
και το άφησε να προσγειωθεί με μιας στο δάπεδο.
Τραχύς θόρυβος.
Κομμάτια ολόγυρα.
Και ύστερα ακολούθησε το δεύτερο,το τρίτο
ώσπου φάνηκε ο νεροχύτης.
Οι ήχοι σαν ηχώ με ίδια συχνότητα συνεχίζονταν.
Σαν κάποιος να τους είχε καταγράψει και τώρα να είχε πατήσει το play.
Έμοιαζε με τρελή σε ένα δωμάτιο,
με νεαρούς μαθητές βιολιών.
Τα μάτια πλάγιασαν ξανά,
να ανταμώσουν την μορφή του,
να βρίζει,να στέκει εκνευρισμένη,με φρύδια σφιχτά και παλάμες έτοιμες να εκραγούν,
έστω και έτσι έτοιμος να την φωνάξει,
μα αντί γι αυτό,
βρήκε ένα στρώμα άδειο,
το σχήμα του κορμιού του μόνο αποτυπωμένο στα σκεπάσματα,
τις ίδιες κόκκινες κηλίδες να υγραίνουν τα πάντα
και μονάχα αυτόν,
να λείπει,
να έχει φύγει,παρέα με το μπουκάλι με το ημίγλυκο κρασί του,
κουβαλώντας το ρυτιδωμένο του κρανίο,
στους δρόμους.
Μακρυά από αυτήν,από τους καθρέφτες,από τα πιάτα με τις μοβ βιολέτες
και τους ήχους της/τους.
Άνηκε ήδη αλλού.

1 σχόλιο: