ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

28.6.11


Καθώς γνέφεις με τις άκρες των δαχτύλων σου,
πούπουλα ξεμακραίνουν,
χαμηλώνουν οι αποστάσεις,
τρεμοπαίζουν οι νύχτες.


Προσφέρεις χαρτιά με υπογραφές.
Τραβάς πλάνα από ανθρώπους,
πίσω από κατεβασμένα στόρια,
κάτι πρωινά με αέρα.
Τα τραγούδια μαζεμένα,
καταχωνιασμένα στα ντουλάπια
και οι τίτλοι βιβλίων,
δείχνουν τα δόντια τους,
σε νεαρούς φαλλούς.
Ζήτησε ένα γυναικείο στήθος,
να τον κάνει κομμάτια.
Σαν έρωτας,
να διαπεράσει τις θηλιές,
να χυθεί στα πνευμόνια του.
Ασυμφωνία τριγύρω.
Διάβαζε τους γονατισμένους του Πλασκοβίτη,
όταν δυο μικρές μελαχρινές
με σημάδια στο μέτωπο,
τον ξάπλωσαν με θέα το ρολόι του τοίχου.
Σε κάθε χτύπο
όλο και χαμήλωνε ,
δεν βαστούσαν οι αντοχές του...
Αίφνης τίναξε το κεφάλι ψηλά
- ένας νευρικός σπασμός στο σβέρκο-
ένα αυτόματο τίναγμα,
σαν να βρισκόταν πάλι στο κεφάλι του η παλάμη της.
Σύρθηκε δυο , τρία βήματα.
Πλάγιασε το αριστερό γυμνό του μέρος.
Την ένιωθε τώρα να του στάζει στα μάτια.
Μια παράξενα ηδονική τύψη σηκωνόταν ξαφνικά μέσα του....
Κάπου εκεί έξω,ίσως και να ξημέρωνε.

24.6.11

βόρεια


Στους ήχους,τους γνώριμους που σε ταράζουν

Μου ζήτησες να σε φιλήσω
εκεί που πονάς περισσότερο.
Εκεί που ο κόσμος
αλλάζει πρόσωπο,
γίνεται δυο μάτια βούλες
βυθισμένες σε αγνές ακρογιαλιές.
Κρατώντας την ανάσα μου,
βούτηξα πιο βαθιά ,
μέσα σου.
Σε ανώμαλα τοιχώματα,
στάθηκα,
παράλληλα με το σύμπαν σου.
Ακροβάτησα
-καθέτως-
στις αντοχές του δέρματος σου.
Αναδύθηκα απ΄ τις πληγές σου,
με ένα σακίδιο όνειρα,
αλλοπρόσαλλα,
και σε προσμένω.
Αναμετρήσου πλάι μου,
με γίγαντες παρέα.
Με κύκλους παράξενους,
κινούμενους τροχούς,
έλα και
εξημέρωσε με ..

15.6.11

στοίβες ήχων

Μια στοίβα από πιάτα στην κουζίνα.
Φορούσε μόνο κάλτσες
και είχε τα μαλλιά δεμένα ψηλά.
Κινούταν σαν τις μορφές σε ταινίες του Σιλβέν Σομέ.
Οι γλουτοί της τραντάζονταν σε κάθε στροφή,
έλουζαν σαν μελωδίες τον χώρο.
Δυο θηλιές στητές.
Ανασηκώνονταν δίπλα του.
Έφτασε έτσι μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας.
Μια μυρωδιά από γιασεμί,
σκέπασε το πρόσωπό της...
Κοίταξε την στοίβα,έπειτα έξω..
Ύστερα πλάγιασε τη ματιά της,
και αντίκρισε αυτόν.
Παραδομένος στο στρώμα με τα χθεσινά ρούχα κι ένα μπουκάλι κρασί πλαγιασμένο στην αγκαλιά του.
Σταγόνες σχημάτιζαν κόκκινες κηλίδες στα σεντόνια,το δέρμα του γυάλιζε ιδρώτα.
Πρόφερε το όνομά του.
Αρχικά από μέσα της
και ύστερα δυνατά..
Αυτό ξεχύθηκε,βρήκε εμπόδια,τα ξεπέρασε,έφτασε ίσα με τα αυτιά του,
μα αυτός αμάθευτος στο να απαντάει,δεν κινήθηκε..
μονάχα τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν..
Ας άνοιγε τα μάτια του,
ευθύς να την ρουφήξει,
να την ηρεμήσει.
Οι κόρες του διεσταλμένες να την σφίξουν στις αγκαλιές τους,να την αφήσουν να κλάψει,να ουρλιάξει,να βογκήξει .
Μα όχι,κλεισμένος στο ίδιο του το ψεύτικο είδωλο,
ασβέστωνε τις μάσκες του,τα καλλιτεχνικά ανέκφραστα προσωπεία του.
Το δέρμα της είχε μουδιάσει.
Το απέδωσε στο κρύο αέρα του σπιτιού.
Πήρε το πρώτο πιάτο από τη στοίβα
-ένα με μοβ βιολέτες,δώρο φίλων-
και το άφησε να προσγειωθεί με μιας στο δάπεδο.
Τραχύς θόρυβος.
Κομμάτια ολόγυρα.
Και ύστερα ακολούθησε το δεύτερο,το τρίτο
ώσπου φάνηκε ο νεροχύτης.
Οι ήχοι σαν ηχώ με ίδια συχνότητα συνεχίζονταν.
Σαν κάποιος να τους είχε καταγράψει και τώρα να είχε πατήσει το play.
Έμοιαζε με τρελή σε ένα δωμάτιο,
με νεαρούς μαθητές βιολιών.
Τα μάτια πλάγιασαν ξανά,
να ανταμώσουν την μορφή του,
να βρίζει,να στέκει εκνευρισμένη,με φρύδια σφιχτά και παλάμες έτοιμες να εκραγούν,
έστω και έτσι έτοιμος να την φωνάξει,
μα αντί γι αυτό,
βρήκε ένα στρώμα άδειο,
το σχήμα του κορμιού του μόνο αποτυπωμένο στα σκεπάσματα,
τις ίδιες κόκκινες κηλίδες να υγραίνουν τα πάντα
και μονάχα αυτόν,
να λείπει,
να έχει φύγει,παρέα με το μπουκάλι με το ημίγλυκο κρασί του,
κουβαλώντας το ρυτιδωμένο του κρανίο,
στους δρόμους.
Μακρυά από αυτήν,από τους καθρέφτες,από τα πιάτα με τις μοβ βιολέτες
και τους ήχους της/τους.
Άνηκε ήδη αλλού.

4.6.11

θύμα 1

Περασμένη Κυριακή
και είχε κουραστεί.
Βαστούσε μια σιδερένια προβλήτα.
Στη ράχη του
είχε φυτρώσει ένας κόκκινος φάρος.
Αναβόσβηνε
και έστελνε σήματα
στους περαστικούς,να τον αποφεύγουν.
Η βαθιά του φωνή
όλο και χανόταν.
Σε κάθε λάθος και η σιωπή τον έπνιγε.
Και τα λάθη του υπήρξαν πολλά.
Γίγαντες τα χρόνια ..
ώσπου μια απρόσμενη Δευτέρα,
παρέλυσε.
Τα άκρα του είχαν λησμονήσει και είχαν λησμονηθεί.
Πεσμένος σε μια καρέκλα
στην άκρη ενός κατά λάθος γκρεμισμένου καφενείου.
Σταύρωνε τα χέρια
και ρούφαγε το αλάτι από τα βαθουλωμένα μάγουλά του.
Αναμετριόταν με την κ.Μνήμη.
Αυτή χαχάνιζε όλο νάζι ,
κοροϊδεύοντας τον.
Αυτός αμίλητος,
σκάλιζε τα νύχια του με βελόνες.
....
΄΄Σε νίκησα΄΄ ,του είπε στο τέλος αυτή.
΄΄Δε θυμάσαι τίποτα,παρά μονάχα το είδωλο σου στο καθρέφτη,που και γι αυτό αμφιβάλλω.΄΄
''Κάνεις λάθος...Θυμάμαι όσα μου φτάνουν για να συνεχίσω να ζω....Αυτήν'',απάντησε.
...
Θυμόταν τα μαλλιά της,
τυλιγμένα σε πλεξούδα στους ώμους της.
Το φόρεμα που γύριζε ολόγυρα του..
Τότε που μετρούσε τις στροφές της,
μέχρι να πέσει ζαλισμένη στα μπράτσα του.
Τότε που πάσχιζε να γευτεί τις καμπύλες της.
Το σπίτι τους,
ακουμπισμένο στη πλαγιά.
Τις κορνίζες τους.
Το παλιό τους κρεβάτι με τα μπρούτζινα λουλούδια στα κάγκελα .
Τα μουρμουρητά.
Τα δάχτυλα της πάνω στο πιάνο.
Τα δάχτυλα της πάνω στο δέρμα του.
Τις βροχές.
Τις φωτιές.
Τις ρυτίδες απλωμένες στα παράθυρα
και ύστερα
την απότομη αλλαγή στο φως.
Το μούδιασμα των εποχών..
Το θάνατο.
Τον υπόκοσμο της μοναξιάς..
Το τούνελ...

...
τελείωσε.
και η κ.Μνήμη αποχώρησε,τραβώντας για το επόμενο θύμα της..

Αυτός έστεκε ακόμα εκεί.
Τα φρύδια του είχαν καλύψει τα μάτια του
και όλα τα έβλεπε γκρίζα...

Εκείνη τη μέρα δεν πήρε το λεωφορείο...
προτίμησε να περπατήσει..