ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

17.1.11

Μια σμέρνα είχε σταθεί για 'μενα


Μια σμέρνα,μια λανθασμένη απαγωγή άκρων και ύστερα ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.Είναι αυτές οι ψιλές φωνές που ακούς να επιμένουν στο να συνοδεύουν μια απρόσωπη ορχήστρα και ύστερα αυτή να μπερδεύει στα χέρια της μια μαύρη κλωστή.
Κουνάς κάτι ξύλινες μαριονέτες,πολύτιμο δώρο,και τον κοιτάς βαθιά,σχεδόν επίμονα στον λάρυγγα.Λακούβες παντού, μα δεν σκοντάφτει.Βαστάει τα στήθη της με τις κόρες του και της κλέβει τα δάκρυα δίνοντας της ως αντάλλαγμα έναν ανήκουστο οργασμό.Είναι δικοί τους λοιπόν. Σκοντάφτουν στις τελείες και ρουφάνε τα θαυμαστικά.
Της στέλνει κασέτες με ήχους από καφετέριες τραίνων.Στρογγυλοκάθεται σε τραπέζι στο βάθος,γωνία και περιμένει.Ο καφές,πικρός χάνεται στα σαγόνια του ενώ πιο κάτω ένα αυτοκίνητο καίγεται με μανία.Μα αυτός φοβάται να περιμένει.
Πλήκτρα πιάνου ακολουθούν τρικλίζοντας.Μια λάθος κίνηση και γλείφεις τα δάχτυλά σου, αναζητώντας τον.Ένα σφύριγμα,καπνός(όχι από τσιγάρα) και η καφετέρια,πρώτο βαγόνι,τρίτο κάθισμα δεξιά.Το εισιτήριο,πλαστό και αυτός γυμνός να σέρνεται στις ράγες.
Αντίλαλος από φανάρια που τρεμοσβήνουν.Κοκκινίζει τα χείλη της,δαγκώνοντας τα.Μουτζουρώνει το πρόσωπό της.Στο φόρεμα της,κρέμονται λαθραία αντικείμενα.Μονάχα το σώμα του λείπει και ένα χάρτινο άδειο κουτί από τσιγάρα,παλιό,ταγμένο.Απουσιάζει αυτός και το γύρω του σύμπαν.
Στο σταθμό παλιάτσοι αυτοκτονούν.Τα τραίνα σώπασαν.Οι οδηγοί παραιτήθηκαν.Ριγέ σημαίες απλώθηκαν στα καθίσματα,μα αυτός παρέμεινε εκεί.Με τις σάρκες του απλωμένες στα σίδερα,κάτω χαμηλά στη γη,να κοιτάζει τις παλάμες της,γεμισμένες οινόπνευμα να τον ποθούν,να τον ρουφούν.

2 σχόλια:

  1. πωπω κάθε φορά που το διαβάζω,
    βγάζω και κάτι διαφορετικό....
    μια παθαίνω deja vu,
    μια μου θυμίζει στίχους από ένα τραγούδι
    με έναν βλάκα που γυρνά,
    την άλλη μου γεννά μια
    απορία "..μα, μα πως..",
    αλλά πέρα απ'όλα αυτά
    με κάνει να πιστεύω πως τελικά,
    ακόμα και τα σκοτάδια σου..
    είναι φωτεινά

    ΑπάντησηΔιαγραφή