ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

12.11.11

μια ηλιαχτίδα ξεστράτισε

Είχε ξεχάσει να έρχεται νωρίς.
Στεκόταν και παραμύθιαζε τον κόσμο με κόλπα αλλόκοτα και ιστορίες ξενόφερτες με ήρωες πουλιά.
Κολλούσε τρυφερός στους γοφούς των κοριτσιών,και φώναζε παλαβά και ξέπνοα
''Ήλιε μου!Ήλιε μου!''.
Τρέχανε αυτές,βούιζε ο τόπος τσιρίδες ,ορισμένες κοκκινίζανε κιόλας,οι πιο ντροπαλές ξεσπούσαν σε κλάματα.Μα αυτός και ο ήλιος του δεν έδιναν σημασία,συνέχιζαν.
Τον συνάντησα σε ένα βουνό,μια κρύα δύση,με υγρασία και χιονόνερο να στάζει στις πλαγιές.
Ξυπόλητος με ένα σχισμένο πουλόβερ και χοντρές κάλτσες τυλιγμένες στα χέρια του,τραγουδούσε...
Μικρή σε είχα στις παλάμες μου/μονάχα εγώ και εσύ γλυκιά μου/μα ξέσπασε μπόρα/έσταζες στα μαλλιά μου/σε έχασα τώρα/έφυγες μακρυά μου/σε πήρε άλλος ή δεν μήπως δεν υπήρξες ποτέ καρδία μου ;/.
Έμεινα να κοιτάζω και να αφουγκράζομαι μαζί.Συγχρόνιζα τις αισθήσεις μου και προσεχτικά προσεχτικά πλησίαζα προς το μέρος του.Στα χέρια του κρατούσε ένα άσπρο σεντόνι και ένα φως ξεπρόβαλε μέσα από τα δάχτυλά του.
Μα δεν κρατούσε κερί ούτε λάμπα,μονάχα το σεντόνι,λευκό και αυτήν την φωτεινή πηγή που είχε ξεφυτρώσει ενδιάμεσα από τα δάχτυλά του και φώτιζε,με ένα φως χλωμό και άπιαστο.
ΣΑΝ με είδε κάθισε κάτω,σε μια ρίζα λεύκας,έστρωσε το σεντόνι μπροστά του με επιμέλεια και περίμενε.
Ξαφνιασμένη ,δεν γνώριζα αν είχε αντιληφθεί την παρουσία μου ή αν χαμένος στο δικό του όνειρο,φλέρταρε με τον ρόλο του.Πέρασαν στιγμές σιωπής,υπόκωφης βουβαμάρας,τις οποίες διέκοψε αυτός με ένα νεύμα ευγενικό και εύθραυστο σαν το πρόσωπο του,μου επέτρεψε να κάτσω σιμά του.Γιατί περίμενα άραγε από το πλάσμα αυτό,άδεια για να ξαποστάσω;
Με την σκέψη αυτή,αδίκως,βασανιζόμουν,βάζοντας στην άκρη σε μια ίσως δεύτερη μοίρα τα επίγεια φώτα και ολόκληρη την σκηνή αυτήν καθ' αυτήν-πράγματα δηλαδή για τα οποία θα έπρεπε να πασχίζω να βρω απαντήσεις.-
Και αίφνης άρχισε,μια αργή και ψιθυριστή αφήγηση...
<<Λουζόταν με μπλε κέδρο και θαλάσσια φύκη.Μια θεία της,της τα έφερνε μέσα σε γυάλινα μπουκαλάκια.Μια ηλιαχτίδα ,έστεκε πάνω της,ξεχασμένη.
Σαν μυριάδες ήλιοι να είχαν άλλοτε ξαποστάσει στο σώμα της,μα νικημένοι,παραδωμένοι,να αποχώρισαν αφήνοντας ξωπίσω τους μια ολόχρυση ηλιαχτίδα φωτός που ξέπνοη ,έλαμπε.
Τα πλάσματα την απόφευγαν.Την κοίταζαν λοξά,στραβοκοπιόντουσαν.
Σε μια άλλη εποχή ίσως να της στήνανε βωμό,να την αποκαλούσαν ''Ω μεγάλη θεά!'' και με θυσίες ζώων μα και ανθρώπων να έπεφταν στα πόδια της ζητώντας να δείξει έλεος στους ίδιους και στον λαό τους.
Με εν έτη χ ,θεωρείτο διαβολικό πλάσμα,η αιτία όλων των δεινών τους.
Το δωμάτιο της είχε ένα παράθυρο που έβλεπε σε μια αλάνα.Κάτι ξερόχορτα και μια λυγισμένη αμυγδαλιά ήταν η μόνη απόδειξη πως κάποτε εκεί υπήρξε ίσως ένας κήπος,μικρός μεν,μα κήπος.
Μια νύχτα αλλοπρόσαλλη,με μια νέκρα τριγύρω αποπνικτική και άρωμα κανέλας να ξεχύνεται από τις ρωγμές των σπιτιών,ακουμπισμένη στο παράθυρο,γυάλιζε την ηλιαχτίδα της.Φαντασμένη και αθώα όπως ήταν,σακατεμένη από την μοναξιά της και σκοτοδίνη των ματιών της,τα έβαλε με την μοίρα της,με την καρφιτσωμένη στη ράχη ηλιαχτίδα της...
Έξω δέσποζε η πανσέληνος ,όταν αυτή σωριασμένη στο πάτωμα στράβωνε τον αέρα,σαν κάποιο φάντασμα να είχε χυθεί μπροστά της και να το ξόρκιζε.
Την βρήκα,παγωμένη με ένα μούδιασμα να τσακίζει τα μόρια τριγύρω.Όλα δίπλα της κρέμονταν θαρρείς από μια κλωστή και χόρευαν,λαμπύριζαν με μια όψη αρρωστημένη.
Ξέσπασα σε έναν βουβό θρήνο.Ορθώνοντας το βλέμμα μου με θολή ματιά, αντίκρισα μια πανσέληνο υγρή και ελαφρώς κοκκινισμένη.Ένιωσα να σφύζει από ζωή όλο της το είναι και ζήλεψα.Ω ναι ζήλεψα τόσο πολύ,τόσο βαθιά εισχώρησε η εικόνα του φεγγαριού αυτού μέσα μου,που τελικώς το μίσησα.Μίσησα το φεγγάρι,τη λάμψη του, έσφιξα τις γροθιές μου,μεθυσμένος ακόμα από την μορφή της αφημένη στα πόδια μου και υποσχέθηκα να πάρω εκδίκηση.Η ζηλοφθονία μου δεν με άφησε μήτε να την φιλήσω για τελευταία φορά,να γύρω πλάι της.Την πήρανε μέσα από τα χέρια μου,σαν πούπουλο χάθηκε.Δεν έπραξα τίποτα παρά το μάτι μου αισθάνθηκα να γυαλίζει και αλληθώρισα στιγμιαία.
Από τότε κάθε νύχτα στα δάχτυλά μου φωλιάζει ένα φως,χλωμό και κιτρινιάρικο συνάμα,ένα ύπουλο φως,διαβολεμένο.Ένας δηλητηριασμένος ήλιος που ξεστράτισε,που ηθελημένα και απερίσκεπτα εγώ,μονάχος το φυλάκισα στα άκρα μου και τώρα με καταριέμαι.Κουβαλώ εφιάλτες θεοσκότεινους και παραληρήματα που τρικλίζουν σε κάθε κοινή λογική σκέψη.
Με φωνάζουν τρελό,μα εγώ αγάπησα και μίσησα,ενώ αυτοί...Ενώ αυτοί προσποιούνται ακόμα και την δίψα τους.Αχ δίψα για αίμα,μονάχα λαχταράν.Για ωμή σάρκα, πληγωμένη μαυρισμένη ψυχή.Αχ φεγγαροντυμένη και άμυαλη,γλυκιά μου.>>

Σώπασε ύστερα,έκλεισε τα μάτια,κούνησε το κεφάλι του-δεξιά και αριστερά-,σαν να ήθελε να ξεχάσει-ή ίσως και να ξεχαστεί- και άρχισε πάλι να σιγομουρμουρίζει έναν σκοπό αλλιώτικο και βαρύ.
Σιμά σου έγειρα και αποκοιμήθηκα/κρατήθηκα,τα δυο σου στήθη με ανασήκωσαν/σε φίλησα εκεί στην άκρη του λαιμού σου/χυθήκαμε στα κύματα μα χάθηκες καλή μου./
και οι λέξεις εκεί κόβονταν.
Σε αγάπησα σαν έρωτας βαθύς σε πλήγωσα ψυχή μου.
Έφυγα.Απαλά σαν αιωρούμενη σκιά,παραμέρισα χαμόκλαδα,γλιστρώντας αποχώρισα.
Είχε ένα σκοτάδι πίσσα και απόρησα,πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσω είχα υψώσει το κεφάλι μου ψηλά,ψάχνοντας για το φεγγάρι.
Έλειπε.Αυτό μαζί με το φως του.Η συντροφιά του ολόκληρη απουσίαζε.Και ο ουρανός πιο καθαρός και γαλήνιος από ποτέ,έγερνε βαρύς και η ατμόσφαιρα αδημονούσε.Αναζητούσε μια μορφή να καλύψει το κενό εκεί ψηλά και ζητούσε ενδιαφερόμενους.Μα ουδείς δεν ήθελε μια θέση σαν αυτήν.
Νοσταλγούσαν μα αδιαφορούσαν.
Αποφάσισαν να ξεχάσουν την σελήνη και τις ενδυμασίες της. Οτιδήποτε είχε να κάνει με αυτήν το άφησαν να διαφαίνεται μονάχα μέσα από σελίδες βιβλίων και από πνιχτές φωνές ρομαντικών κορασίδων που απεγνωσμένα την αναζητούσαν τις νύχτες να τους θυμίσει τον καλό τους..
Το φεγγάρι είχε ξεψυχήσει πλάι στην ράχη του κοριτσιού με την ηλιαχτίδα και το φως του εκδικητικά είχε φυλάξει εκείνος ο άντρας,εκείνη η ξεχωριστή λαβωμένη ύπαρξη που πλέον μονάχα από ουράνια απουσία κρίνεται και τον θυμίζει.

1 σχόλιο: