ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

23.11.11

ένα πρωινό μια καμπουριασμένη μορφή

..τελευταία ξυπνώ αναμαλλιασμένη από όνειρα που έχω ήδη λησμονήσει μιλάω ακατάπαυστα στον εαυτό μου,τσιμπώ βουτήματα,ρουφώ αφεψήματα,πράγματα πέφτουν από τα χέρια μου,νερά χύνονται,μια αστάθεια παντού πάνω μου δεσπόζει,ένας συνεχόμενος πονοκέφαλος γύρω από τους οφθαλμούς μου με κυβερνά.

ρόδιζε ο αέρας
και μια καμπουριασμένη μορφή
έσερνε ξύλινα κιβώτια
στην άσφαλτο

ο θόρυβος με ξύπνησε
έβλεπα όνειρο
ανεβαίναμε,λέει ένα βουνό με διάσπαρτα πεύκα και καστανιές και κάτι θάμνους άγριους σαν ενωμένη μάζα νεκρών φύλλων.τα λουλούδια φύτρωναν μονάχα πάνω σε βράχους μυτερούς, μα μύριζες δίπλα σου διαρκώς ένα άρωμα μεθυστικό σαν να κουβαλούσες στις τσέπες σου άνθη αμυγδαλιάς.το βουνό είχε μια κλίση απότομη και νόμιζες διαρκώς πως αιωρείσαι στον αέρα. αυτός προχωρούσε μπροστά και εγώ ξέφευγα διαρκώς από την σκιά του.έστηνα παιχνίδια με τα σύννεφα και μιλούσα στην γύρη που απλωνόταν ολόγυρα.είχα ξεμείνει πίσω και κρυβόμουν.προσπαθούσα επίτηδες να χαθώ από το οπτικό του πεδίο.
είχε ασπρίσει μα οι ρίζες του έβγαιναν πιο μαύρες από ποτέ,κορακί χρώμα που κατέληγε σε ένα χλωμό αρρωστημένο λευκό.η όψη του γερασμένη δίχως τίποτα παιδικό η αθώο.μιλούσε μονάχος του για κάτι γυναίκες με φτερά πεταλούδας που κινούνταν στο σώμα του σαν κάμπιες,και ρουφούσαν τους χυμούς του σαν διψασμένες πουτάνες .μια πελαγωμένη θλίψη αποστεωμένη σε όλο του το προσωπείο μα έδειχνε ερωτευμένος.κοίταγε διαρκώς πίσω του,μα δεν έψαχνε εμένα.
μαδούσε τα άνθη και τα σκόρπιζε στον αέρα.είχε γυμνώσει κάθε φωτοσυνθετική ύλη καθώς ανηφόριζε και κάπου κάπου έχωνε το χέρι του στην τσέπη του παλτού του και έβγαζε κάτι φουντούκια μαύρα σαν στάχτη και μασούλαγε.ακουγόντουσαν κάτι κρατς κρατς και προσπαθούσα να μαντέψω αν ο ήχος προερχόταν από τα δόντια του ή από ήχους μικρών ζώων που μας παρακολουθούσαν καλά κρυμμένα πίσω από φυλλωσιές.
και ύστερα αίφνης βρέθηκα σε ένα δωμάτιο με κλουβιά κρεμασμένα από το ταβάνι και μια γρια καθισμένη οκλαδόν σε μια γωνιά με το φόρεμα της,σαν καλάθι,γεμάτο κάστανα.είχε ένα δόντι πεταχτό και με αυτό τα δάγκωνε και τα κατέβαζε ύστερα αμάσητα..η γριά έτρωγε σκυμμένη,και εγώ σύρθηκα, στα γόνατα, σιμά της και έγλυφα τις φλούδες.άρχισε τότε ένα γλυκό νανούρισμα,ένα μοιρολόι για παιδιά που χάνονται στις θάλασσες με τα καπέλα τους,που στραβά στέκουν στο κρανίο τους,και που το κύμα ξεβράζει χάρτες με κομμάτια από το δέρμα τους.ο ρυθμός και η φωνή της έμοιαζαν να ξεφυτρώνουν μέσα από όστρακα,σχεδόν γευόσουν την αλμύρα τους.έγλυφα και καθώς η βαριά χροιά της ταξίδευε στα αυτιά μου, έγειρα στον ώμο της και αποκοιμήθηκα....

ώσπου η καμπουριασμένη μορφή που έσερνε ξύλινα κιβώτια στην άσφαλτο με ξύπνησε .
με ξύπνησε από ένα ύπνο διπλό και διχασμένο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου