ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

13.11.10

επόμενη κίνηση και άναψε τσιγάρο (Αυτή)

Καθισμένη στα πλακάκια,μια λυγισμένη μορφή κρατιόταν από τα γονατά της.Κομμένη στα δυο,ένιωθε,δυο διαφορετικά σώματα να δένονται πάνω της,κατασκευασμένες μαριονέτες ενός παιδιού.Τα μάτια της σαν απολιθωμένες σκιές είχαν σχηματίσει στο πρόσωπο ρυάκια χρωμάτων και σχημάτων.Κάτι έλειπε και γνώριζε καλά τι.Έπρεπε να καθαρίσει.Να σταθεί στα πόδια της και να τινάξει τη σκόνη από τα έπιπλα,πρώτα,και ύστερα από πάνω της.Με ένα υγρό μαντήλι να διώξει κάθε είδους μούχλας που είχε εγκατασταθεί στη ζωή της.Νόμιζε πως η σάρκα της και σάρκα του,ξεγυμνομένες από τα μοντέρνα ελατήρια του 21 ου αιώνα θα καταφέρουν να εκμηδενίσουν κάθε είδους μύκητα που ως τότε απειλούσε τη ζωή της.Μα όχι.Τα ελατήρια ήταν εξαρχής ελλατωματικά και ο περασμένος αιώνας είχε αφήσει παντού χαλάσματα από αγνά αισθήματα.Δεν ήταν αυτός που ήθελε να την κοιμήσει στο στήθος του.Αλλά δεν ήξερε αν η θέληση ήταν και δική της.Έτριξε τα δόντια της,μεταξύ τους,λέγοντας στο εγώ της,επόμενη κίνηση,και άναψε τσιγάρο.Φύσηξε τον καπνό ψηλά ακολουθώντας τον με το βλέμμα της.Ύστερα από την ολοκληρωτική διαλυσή του στα μόρια του αέρα,βρέθηκε μπροστά από το παράθυρο να κρατάει ένα μολύβι.Ήθελε το μαύρο του,στη ζωή της.Να της ανήκει όπως και τα προσωπικά της αντικείμενα.Να μην τον μοιράζεται παρά μόνο με τα διαφορετικά σημεια του σώματός της.Τι εγωίστρια.Τι κοινή ύπαρξη.Τι κοινή γυναίκα.''Οι άντρες είναι πουλία κορίτσι μου,μην τους περιμένεις.Πάρε όσα πιο πολλά μπορείς από αυτούς και τράβα γι'άλλού'' Λόγια κοινά από παλιές φίλες που έπρεπε να πιστέψει και να εφαρμώσει.Όχι.Αυτός δεν ήταν πουλί.Αυτός δεν θα έφευγε.Αυτός ίσως δεχόταν να φυλακιστεί.Αυτός... Πόσα θα μπορούσε να πάρει από τη μορφή του,για να σωθεί,για να χορτάσει; Ένα άπειρο υψωμένο στο άπειρο και θα παρέμενε μισή.Το μολύβι χάραξε λέξεις.Λίγες,μικρές,γεμάτες και το χαρτί τυλίχτηκε μέσα σε φάκελο,περιμένοντας.Σέρνοντας τα άκρα της,ως μια βαριά ύπαρξη,πλανιόταν στον χώρο αναζητωντας τη συσκευή τηλεφώνου.Με μουδιασμένο εγκέφαλο,τράβηξε τις κουρτίνες,σχεδόν με τα νύχια της,τις έσκισε,τόσο ώστε να βλέπει τα κτήρια απέναντι να στέκουν βουβά με τα κόκκινα κεραμύδια τους.Δεν θυμόταν αριθμούς,ονόματα ή καταστάσεις।Δεν της είχε μάθει ποτέ κανείς πως να αποκαλεί κάποιον,πως να αντιστέκεται,πως να σκέφτεται.Ήταν αυτοδίδακτη σε μια ζωή που δεν της άνηκε και τώρα έπρεπε να σιγουρέψει την υπαρξή της.Το ντιτ ντιτ ακουγόταν απειλητικό,σαν ένα πιστόλι στημένο στο κρόταφό της.Θα πατούσε εκείνο το κόκκινο κουμπί και θα έλιωνε την αναθεματισμένη συσκευή όταν ένα -ΝΑΙ ήχησε ξαφνικά περιμένοντας απάντηση.Πέρασαν μικροί αιώνες γύρω της που χόρευαν με πολύχρωμες στολές κοιτάζοντας την επίμονα,έπρεπε να πει κάτι. -ΕΓΩ.έκλεισε τα μάτια.Ποια εγώ άραγε;Πόσα εγώ υπάρχουν εκεί έξω;Πόσα.. -ΕΣΥ .Ταξίδια ψηλά της φάνηκαν οι κορνίζες στον τοίχο. -ΘΑ 'ΡΘΕΙΣ; Σε ποιον απευθυνόταν; -ΙΣΩΣ,ΔΕΝ ΞΕΡΩ, Ίσως ίσως να ήταν αργά.Ίσως πάντα να έπρεπε να περιμένει.Μα τώρα την είχε κουράσει ακόμα και η σκεψη της λέξης περιμένω.Ας ήταν. -ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΛΟΙΠΟΝ.Καλημέρα λένε τα παιδιά και ξεχύνονται στους δρόμους με τα σχολικά σακίδιά τους.Καλημέρα λένε οι γνωστοί περαστικοί.Καλημέρα έφτασε να πει και η ίδια σε μια άγνωστη φωνή.Το κόκκινο κουμπί πατήθηε σχεδόν αμέσως και αυτή κλείνοντας δυνατά τη πόρτα πίσω της εισέβαλε στο ασανσέρ.Πάτησε το κουμπί για το ισόγειο.Βρισκόταν σε ένα κουτί και το ένα τέταρτό της θα 'θελε να κλείσουν τα φώτα και να μείνει εκεί μέσα να σαπίσει δίπλα στα πλαστικά χερούλια και τον βρώμικο καθρέφτη.Να βλέπει το είδωλο της να διαλύεται σαν χώμα.Ο αέρας νίκησε και βρεθηκε στο πεζοδρόμιο να ψάχνει για μια στάση λεωφορείου.Νούμερα,πρωινοί αχνιστοί καφέδες,γέλια, παντζούρια να ανεβαίνουν και αυτή εκεί ανάμεσα να αναζητά το χαμένο έδαφος.Επιβιβάστηκε.Χειρολαβές και βελούδινα καθίσματα.Και ύστερα πρόσωπα και πρόσωπα και θολές εκρήξεις.Επόμενη στάση..Βρέθηκε ξαφνικά σε μια λαβωμένη ύπαρξη.Ένας ουρανός σωριασμένος σε γκρίζα νερά και μια βελούδινη αμμουδιά κάτω από τα πόδια της.Τίναξε τα μαλλιά της με μια γρήγορη κίνηση ,σαν να τίναζε τα περιττά χρόνια που είχαν εγκατασταθεί λαθραία στο κορμί της.Ένιωσε τη μορφή της να στέκει στις γωνιές μιας καλοσχεδιασμένης σκηνής θεάτρου και άπλωσε τα δάχτυλα ρουφώντας οξυγόνο.Ήταν εκεί.Με ένα φάκελο αραδιασμένο σις παλάμες της και πρόσωπο στραμμένο στον ομιχλώδη ορίζοντα.Ξαφνικά κάποιος φύσηξε κόκκους άμμου.Καθάρισε τα βλέφαρα της,κοίταξε τα παπούτσια της και όντας έτοιμη να αρχίσει να μετακινεί τα άκρα της προς τα πίσω ,τον είδε.Φορούσε εκείνο το τρελό άσπρο του βλέμμα.Ήταν αυτός,εκεί.Μια ολοκληρωμένη αντίθεση σε ένα σωστά γεωμετρικά κορνιζαρισμένο πορταίτο.Σταμάτησε.Κάτι πουλιά μαζεύτηκαν πάνω από τα κεφάλια τους.Έβγαζαν λεπτούς ήχους.Πούπουλα τα μαλλιά τους και ύστερα ένας ατελείωτος οργασμός αλμυρής βροχής απλωμένος στη γύμνια τους.

4 σχόλια: