ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

13.11.10

επόμενη κίνηση και άναψε τσιγάρο (Αυτός)

Μια απότομη στροφή στο χωλ.Με το δάχτυλο του πίεσε τον διακόπτη.Στράφηκε στο μικρό δωμάτιο που ώρες κλειστό έιχε υιοθετήσει την ανάσα της.Τα μάτια του ακόμα κλειστά,αντιστέκονταν στο θέαμα της απουσίας.Ήξερε πως στο επόμενο του βήμα θα μπερδευτεί με τα ρούχα τους(τα ρούχα του τότε) και θα σωριαστεί σαν χάρτινος πύργος στο ξύλινο πάτωμα.Κούνησε χέρια πόδια,μα κατευθύνθηκε προς τα πίσω.Οι αναμνήσεις τρίκλισαν στο εγκεφαλό του.Μια λάθος λέξη.Μια λάθος απόφαση.Ένας λάθος αναστεναγμός.Και πεταλούδες παντού.Ύστερα κατέβασε το κεφάλι τόσο ώστε το πηγούνι του να ακουμπήσει στο θώρακα και αφέθηκε.Την αισθανόταν παντού.Ένιωθε πως αν ακουμπήσει το δέρμα του έστω και για ένα δευτερόλεπτο θα βουλιάξει από κάτω προς τα πάνω σε μια γλυκία υγρασία.Έπρεπε να σκεφτεί.Επόμενη κίνηση και άναψε τσιγάρο.Άφησε να περάσουν στιγμές,ίσως και χρόνια και φύσηξε τον καπνό προς τον απέναντι τοίχο.Θέλει βάψιμο,σκέφτηκε.Ο τοίχος θέλει βάψιμο.Όλο το σπίτι θέλει βάψιμο.Ίσως και εγώ.Ίσως και όχι όμως. 6:54 ,μέρα;μήνας;χρόνος; Μήπως άλλαξε η ώρα;Πήγαμε μπροστά ή πίσω;Πολύ νωρίς ξημέρωσε σήμερα.Αηδείασε και ο ίδιος με τον εαυτό τουκαι υπέκυψε σε ένα ειρωνικό χαμόγελο.Ένα άγνωστο εγώ διέκρινε πάντα μετά από κάθε ιδιωτική του συνομιλία με τα αντικείμενα του χώρου,μα σήμερα είχε αρχίσει να τον τσαντίζει ο κάθε ήχος ο οποίος δεν φανέρωνε κάποιο,οποιοδήποτε σημάδι ύπαρξης της στη ζωή του.Εξαντλημένος,σωριάστηκε στην πολυθρόνα.Ένιωθε τα μαύρα του μούσια,μεθυσμένα να αποζητούν οξυγόνο και ύστερα όλα τα μαύρα χαρακτηριστικά του να τον εξαντλούν.Μισούσε το μαύρο.Χάρη σε αυτήν το είχε οικειοποιηθεί και τώρα πλέον χάρη σε αυτήν θέλει όσο τίποτα άλλο να το αποχωριστεί.Κουδούνια ακούστηκαν από το στενό δρόμο και αυτός έμεινε να κοιτάζει επίμονα την καφετιέρα στον πάγκο.Ήθελε καφέ।Αυτό ήταν γεγονός.Μα αρνιώταν πεισματικά να ανοίξει το στόμα του και να εισχωρήσει σε αυτό κάτι άλλο εκτός από αυτήν.Ναι θα 'θελε πολύ να μπορούσε να την φυλακίζει ανάμεσα στα δόντια του.Μόνο αυτήν.Τίποτα άλλο.Δεν ήθελε νερό ή φαγητό.Τίποτα।Απλά αυτήν περιτρυγιρισμένη από καπνούς.Μα τι εγωιστής,σκέφτηκε.Γουρούνι.Όχι.Θα περίμενε,θα περίμενε όσο χρειαστεί και το ήξερε καλά.Μουσική.Μια μελωδία γνώριμη,έφτασε στα αυτιά του,διακόπτοντας την απόγνωση του.Ένα τηλέφωνο έτριξε εκεί κοντά.Ξαφνιασμένος έψαξε ανάμεσα σε τόνους χαρτιών και απάντησε με ένα
-ΝΑΙ
~ΕΓΩ
-ΕΣΥ
Κενό.Διάστημα.Κενό.
~ΘΑ'ΡΘΕΙΣ;
-ΙΣΩΣ,ΔΕΝ ΞΕΡΩ
~ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΛΟΙΠΟΝ
Ώρα 7:46 Σύννεφα και μια κρυμμένη βροχή να στάζει από τα μπαλκόνια.Ώρα 7:५२.Στην ίδια θέση.Μικρό κράτημα της αναπνοής του και ταλαντούμενες σκέψεις.Ώρα 8:13.Ώρα 8:30.Βάζει μπρός.Ένα κράνος ψηλά και παλάμες ανοιγμένες στον αέρα.Δρόμοι.Γκάζι.Δρόμοι.Και ύστερα ένας παράδεισος.Αφρισμένα νερά,απλωμένα σε μια επίπεδη αμμουδιά και βαθιά κάτω ένας θολός βυθός καρφωμένος σε μυτερά βράχια.Στην άκρη μικρά,μετρημένα κύμματα και δυο αιωρούμενες κόκκινες τούφες σε γκρίζο φόντο.Την είδε.Αυτήήταν.Ήταν αυτή.Δεν χωρούσε αμφιβολία.Φορούσε τα παπούτσια με τις τρύπες και κρατούσε έναν άσπρο ,τσαλακωμένο φάκελο.Αυτός.Ήταν εκεί.Ήταν εκεί και αυτός.Σε ένα άλλο σώμα.Σε μια άλλη απόφαση.Στο χιλιοστό σταυροδρόμι που έπρεπε να τολμήσει.Τα κύτταρά του ή τη ανεξήγητη θέλησή του να την αγγίξει;Είδε μπροστά του να περνούν συνιθισμένα πρωινά και νύχτες όλο φωνές.Σταμάτησε.Κάτι πουλιά μαζεύτηκαν πάνω από το κεφάλια τους.Έβγαζαν λεπτούς ήχους.Πούπουλα τα μαλλιά τους και ύστερα ένας ατελείωτος οργασμός αλμυρής βροχής απλωμένος στη γύμνια τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου