ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

30.9.12

Ferreira

Σκαθάρια και χήνες στα πόδια σου.
Μουλιασμένη η μορφή σου.

-Γλυκέ μου,μην κλείνεις πίσω σου την πόρτα. μου φώναζες.
-Καλά.Θα σου κλείνω το μάτι,το δεξί,πονηρά. ξεστόμιζα.

Συμβιβάστηκα στο τέλος.Φορούσα το παλτό μου,γέμιζα τις τσέπες μου πασατέμπος,
και ξαπόσταινα στο θερισμένο σταροχώραφο.
Κρύο δεν έκανε.Ίσως μονάχα εντός μου,ξυπόλητοι βηματισμοί,στα παγωμένα μάρμαρα με ανατρίχιαζαν.
Και εσύ δεν είχες πάψει να με ρωτάς αν κρυώνω.
Κάθε μέρα έπλεκες.
Love of my life..
Με είχε τυλίξει με τα μάλλινα δημιουργήματά σου.
Εξωτερικά ίδρωνα.
Έσταζε φαρμακερός ο ιδρώτας.
Σου άρεσε τότε εσένα,στάλα,στάλα να τον μαζεύεις,να τον ρουφάς.
Ξηροδερμία ύστερα και ένα κάρο λεφτά σε επώνυμες ενυδατικές.

Η απώλεια.
Γιατί πρέπει να μας βαραίνει τόσο ο βοριάς ;
Ερωτήματα καθοριστικά.
Φώλιαζες εσύ,όλο και πιο βαθιά.
Άνοιγες μπουκάλια πόρτο,Ferreira έλεγες.
Θέλω Ferreira.
Δεν έμαθα ποτέ ,γιατί και πως,τέτοιο κόλλημα με το συγκεκριμένο.

Every breath you take..
Εξήντα φορές το άκουσες εκείνο το βράδυ.
Και φιλοξενούσε ο ουρανός ένα φεγγάρι,πύρινο μάγμα.
-Πως συμβιώνει ο άνθρωπος με τον εγκέφαλο του; έλεγες συνέχεια.
Φλέρταρες με την λέξη διαστρέβλωση,
 και αποκοιμήθηκες,
στην νοτισμένη αγκαλιά μου,
 όντας έτοιμος να μουσκέψω το σύμπαν σου.
Άγρια νύχτα.
Άρπαζα τις φωνούλες σου.
Δυνάμεις δίχως συνισταμένη.
Κούραση και λαχτάρα.
Πεινασμένες και οι δυο.
Έγερναν βαριά τα βλέφαρα
και λαχτάρα να σε χορτάσω,με έλουζε.
Ανυπομονησία,να ενώσω τον πόθο μου,
 με το ξαπλωμένο,μοναδικά δοσμένο στον ύπνο,κορμάκι σου.

Με ξύπνησες το πρωί.
Οι ήχοι σου από την κουζίνα.
Άλλαξα πλευρό,χώνοντας τη μύτη μου,
στο μέρος σου,
στη πλευρά του σεντονιού με αποτυπωμένη,
εγκατεστημένη τη μορφή σου.
Πήρα μια γεύση από τα λησμονημένα όνειρα σου.
Με αναστάτωσες.

-Όλον τον κόσμο ή εμένα ;
στεκόσουν στο άνοιγμα της πόρτας.
Μια φέτα από το ζυμωτό προζυμένιο σου ψωμί, 
αλειμμένο με μαρμελάδα βατόμουρο ''χαιρόταν'' την παλάμη σου.
-Χαιρετώ τον υπναρά.Έφτιαξα καφέ για δυο.
Δεν περίμενες απάντηση, μήτε για την ερώτηση μήτε για την κατάφαση,
και αυτό ήταν πιο ανησυχητικό
 ακόμα και από το γεγονός
 οτι δεν έτρωγες για πρωινό
την βρώμη σου και τα συνηθισμένα σου,όπως τα έλεγες.

Τύλιξα στο λαιμό μου,
το πρώτο κασκόλ που βρέθηκε στο δρόμο μου 
και άναψα τσιγάρο,στα όρθια.
-Δεν σου πάει.
-Πρόσεχε..δεν σε συμφέρει,μικρή!
Σου άρεσε να σε φωνάζω μικρή.
Τώρα ξέρω γιατί.
Μου έβαλες καφέ,
στην κούπα σου την αγαπημένη
 και έριξες μέσα μια γεμάτη,γεμάτη κουταλιά ζάχαρη.
Έκπληκτος σε κάρφωσα με τις κόρες μου.
Σκέτο.
Εδώ και χρόνια τον πίνω σκέτο.
Από τότε που σε γνώρισα τον πίνω σκέτο,γλυκιά μου.

Ένας κόμπος στο λαιμό μου.
Με έπνιγε το παράθυρο.
Ο αγέρας κουλουριασμένος στα μαλλιά σου,τι γύρευε εκεί;
Μου άνηκες, μέχρι ώσπου...
Με έπνιγε η βροχή,
στην πόρτα μας,
στο σπίτι μας.
Τα μισάνοιχτα χείλη σου,
έτοιμα να ξεστομίσουν αλήθειες.
Με έπνιγε σταλιά,σταλιά η γύμνια σου,
εκεί ακουμπισμένη στην καρέκλα
και τα τσίγκινα κουτιά που σκίαζαν τα χέρια σου.
Με έπνιγε ,σου λέω,
η κουρτίνα που διαλέξαμε μαζί.
Και η δροσιά της αυγής.

-Μην λιώνεις πλάι στη γη,αγάπη μου..
Με έπνιξες,σαν ψιθύρισες.
Γιατί δεν ουρλιάζεις; Δεν φυσάς τις λέξεις;
Μου απαγόρευσες τις κινήσεις.
Εμφάνισες τους μώλωπες σου,σαν να καυχιόσουν για δαύτους.
Η βαρύτητα.
Το σώμα μου σαν να ακροβατούσε.
Να σε απαλλάξω ήθελα, 
και συμπυκνώθηκα.
Μιλιά δεν μου πήρες.

Εκείνος ο καφές...
καλύτερο δεν ήπια.
Ήξερες εσύ.
μικρή,
τόσο μικρή..

28.9.12

ο Χάβελ


Λένε για έναν άντρα λιπόσαρκο με μικρό κεφάλι και μακρυά χέρια,που ζούσε σε ένα σπίτι πέτρινο κοντά σε μια λίμνη έξω από ένα χωριό.
Η όπερα σαν μοτίβο ακαθόριστων σχημάτων,περίκλειε την καθημερινότητά του.Φωνές αφύσικες,ελαφρώς αλλοπρόσαλλες,θαρρείς ερχόμενες από έναν άλλον χρόνο όπου τα σπίτια είναι τεράστιες αίθουσες γεμάτες εξωτικά πουλιά με κόκκινα φουσκωμένα λαρύγγια.
Περιπλανιόταν σαν πατέρας και σαν φίλος έξω από το σπίτι του.
Προχωρούσε, κοντοστεκόταν,έκλεινε τα μάτια , αδημονούσε για κάτι.


Είχε μια τρέλα,κάτι σαν κρυφό ταρακούνημα,που γεννιόταν στα έγκατα του και βογκούσε.Το χρώμα του γκρίζο σαν χάρτινη σκιά.
Τα παιδιά άρπαζαν μανιωδώς τις στάχτες του,τις μάζευαν μια μια,τις τύλιγαν σε καθαρό κεντητό μαντήλι και μασουλώντας βρεγμένες φέτες ψωμί πασπαλισμένες με κακάο και ζάχαρη,τρεχάμενα,άπλωναν τα χέρια τους με μια κίνηση,
αίφνης ,το μαντήλι με τις στάχτες αφηνόταν στη ποδιά της μάνας τους.
Αυτές με τη σειρά τους,ύστερα από ώρες προσμονής και κούρασης,περιεργάζονταν το μαντήλι,σαν να τους φαινόταν ξένο πια,το άνοιγαν, περιπάιζαν με τα δάχτυλά τους το εσωτερικό του και έπειτα σηκώνοντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά,ξεφεύγοντας από τα στραβά βλέμματα των περαστικών,αστραπιαία το έχωναν ανάμεσα στο μπούστο τους και με στόμφο συγύριζαν τα ρούχα τους.
Η ύλη αυτή υπήρξε εκείνον τον καιρό δυσεύρετη μα πάνω από όλα μυστική.
Οι γυναίκες την έκρυβαν από τους άντρες τους και τις νύχτες ,ενώ δίπλα τα ροχαλητά και παραμιλητά δίναν και πέρναν,αυτές βγάζανε από το μπούστο τους το μαντήλι με τις στάχτες ,το σκόρπιζαν στο δέρμα τους και με απαλές κινήσεις το μετέφεραν σε σημεία ορατά και μη.Η ηδονή βουβή τις τράνταζε,τα σιδερένια ντιβάνια έτριζαν,σεντόνια έσταζαν,το πάτωμα γλιστρούσε..Ύστερα αποκαμωμένες γέρναν το κεφάλι τους στο πλάι και πέφταν σε έναν ύπνο λευκό δίχως όνειρα.

Αυτός δεν γνώριζε. Αφηγούμενος ιστορίες του παρελθόντος δεν έδινε σημασία στα σκυμμένα κεφάλια των παιδιών.
Τι τον ένοιαζε άλλωστε αυτόν;
Ανακάλυπτε  τα πλεγμένα κύτταρά του και εισχωρούσε σε κύκλους ορφανούς.
Οι γυναίκες του θύμιζαν γάλα,κορμοστασιές στα τέσσερα,λύκαινες,ερωτικές πτήσεις..
Ίσως να υποψιαζόταν τον πόθο που δημιουργούσε ,μα αδιαφορούσε για τις ξενικές φαντασιώσεις των θηλυκών.


-Και που θα με πας ;
-Σε ένα νησί,θα δεις.
-Μην βιαστείς μονάχα.Μη χάσουμε τον ήλιο.
-Δεν θα χει ήλιο εκεί,μήτε πρωινά και αυγούλες.
-Και τι θα ΄χει δηλαδή ;
-Θάλασσα παρθένα,πέτρινα σπίτια και χωριουδάκια μικρά σαν τις πατούσες σου.
Του είχε κλείσει τα δάχτυλα ανάμεσα στους μηρούς της και είχε απλώσει το κεφαλάκι της στο στήθος του.
-Γεννήθηκες νωρίς.Άργησες να γευτείς την έλλειψη.
-Τι εννοείς ;
Τα άκρα του σαν να τρεμούλιασαν. Πέτρωσαν οι εκφράσεις του.
-Φύγε μόνος σου.Δεν σπαταλιέμαι άλλο.
Έβαλε τότε αργά αργά το φόρεμα της.
Του τα πήρε όλα,έγινε με μιας ο θάνατος του,η έξοδος του.

19.9.12

θέλω πίσω τον πρώτο μου καιρό


Διάβαζες τις ιστορίες του Σέργιο,
ώρες ολόκληρες και απανωτές,
εκνευρισμένη.


Τις νύχτες έβλεπα ,
πως έπαιζα κρυφτό,
με τα στήθη σου.
Σε ένιωθα διαρκώς εξαρτημένη
και εσύ συνέχεια με έδιωχνες.
Χυνόμουν στα σπλάχνα σου,
σαν νεογέννητο ορφανό,
κουνούσα το κεφαλάκι μου,
και σε έγλυφα.
Μοιάζαμε,έτσι ενωμένοι καθώς ήμασταν,
με το σημείο εκκίνησης,
της πτήσης ενός πουλιού.
Ενός γλάρου ίσως..
Διασχίζαμε τις αποστάσεις,
σαν κύμα να ήμασταν.
Ένα μικρό,αθώο κυματάκι.
Ξαποσταίναμε στη σκάλα του σπιτιού σου,
-σέρναμε νοτιάδες-
και έξω ο ουρανός αγέλαστος,αχόρταγος,
έχασκε θολωμένος.
Δίχως σύμπαν ζούσαμε,
δίχως ραγίσματα.
και η σκόνη που ατένιζε μακριά,πέρα,
σαν Άνοιξη έμοιαζε
και ορμητικά χωνόταν σε χαμόγελα,
τριανταφυλλένια.



* ο τίτλος είναι κλεμμένος από μια φράση του Κώστα Χρηστίδη, 
από το βιβλίο του ''Κι αντί για κύματα μετράς την άμμο''

απόληξη

Ποτέ δεν θα τους ξεχάσεις.

Τα φτερά που ο ήλιος σχημάτιζε στα πόδια μας.

Οι σιωπηλές καταιγίδες 
που αισθανόμασταν,
-απευθείας να μας κυκλώνουν-,
από την στρογγυλή πλατεία.

Σαν γαλάζια σκιά
που μεθοδεύει αργά
και αφήνει πίσω της σύμβολα,θρησκείες,ταφές.

Στοχεύουν τις διαδρομές μας.

Θα ΄σαι -και θα γενείς- ο εαυτός σου,
μα αυτό δεν τους είναι ποτέ αρκετό.

και εγώ θα πρέπει να σταματήσω να ανανεώνω αυτές τις σελίδες,
σωστά;
Γιατί οι κουρτίνες στέκουν βαριές,
τα παραθυρόφυλλα αδειανά..
και το φως που προσγειώνεται στο ξύλο,
σαν μικροί απειροελάχιστοι αναστεναγμοί,
με θλίβει,
με εξουσιάζει.

Ξέρεις,το πράσινο που έχει μπλεχτεί σαν λιπόσαρκη οντότητα,
στα χάδια μας,
πόσο θάνατο μπορεί να μας προσφέρει ;

Είναι ο λαιμός σου,
αυτός ο καρτερικός συνοδός των ματιών σου,
που δεν αφήνει τη φύση σου,
δίχως αγάπη,
ιδιοκτησία,
βροχή.



14.9.12

14 εσύ

Bλέπεις,
 είναι αυτά τα ζευγάρια 
που κουβαλούν τις κούνιες ,
σαν μεταξωτές σχεδίες.
Ανά διαστήματα σταματούν να βαδίζουν
και αφουγκράζονται τον αγέρα
που χαϊδεύει τα ροδαλά τους πρόσωπα..
νοσταλγούν την αλλοτινή υγρασία
καθώς ο μικρός γουργουρίζει
και μυξοκλαίει.
Ταράζονται.
...
Είναι λοιπόν,αυτή η αφή,
προσωποποιημένη σε ένα χαμόγελο
ή σε ένα νεύμα.
Ναι αυτή είναι που τους δένει.
Και στέκεσαι,
εσύ
εκεί στις γωνίες της προβλήτας 
και τους κοιτάς..
Πώς άραγε να μπλέκονται τα άκρα τους,
τις νύχτες,
πώς να ξεμπλέκονται οι τούφες τους,
οι κοινές ;
Και οι ανάσες τους;
Σαν ανοιξιάτικες πεταλούδες μοιάζουν.
...
Μαρμάρωσες και
εσύ.
Μετράς τάχα μου,
τις ματιές,τα βλέμματα ;
βουβέ συγγενή μου..
''Πιάσαμε Θάλασσα'', σου λέω.

...

τότε θα ΄ναι που,
γλυκά γλυκά μια γυναίκα,
με στήθη ασήκωτα,
θα σκουπίσει τον ιδρώτα από το σβέρκο σου.
''θα γίνεις συγγραφέας,εσύ!'', θα σου πει.
''χτυπάς τις λέξεις,
με μια θεόρατη ζάλη.
Ο αέρας σου,
δροσιστικός και ανυπόφορος.
Μα ναι,
άμα δεν γίνεις εσύ,
τότε ποιος ;''
Τότε ποιος;

9.9.12

ατομικά σύνολα

Είναι η σκέψη μου που ποθεί τις πιο καυτές σου ανάσες.
Ίσως γιατί αυτές είναι και οι πιο μαρτυρικές.

θέλω να μου πεις γι αυτά τα μικρά μυστικά των σκιών που μονάχα εσύ γνωρίζεις

Να ξέρες πως μου λείπει ο Χειμώνας,
χωμένος μέσ'την αγκαλιά σου.
Οι τρελαμένες σου κινήσεις και οι ματιές σου οι θολές.
Τα χέρια μας,λευκά σεντόνια.
Το πουκάμισο σου,λαδί.
Σε αναζητούσα με ένα καράβι καρφωμένο στη ράχη.
Τα καραβόπανα του,ξεσχισμένα.
Οι σπόροι που μαζεύαμε κρέμονται από το λαιμό μου,γύρω,
είναι αυτοί ίσως που με σπρώχνουν στις λακκούβες της ασφάλτου.
-Ένα φεγγάρι και ένα μαυρισμένο τοίχος.
Τα φουγάρα μάθανε και κάνουνε σωστά τη δουλεία τους.
Εμείς τι περιμένουμε ;
Τι σμήνος ανθρώπων ξεχύνεται από τα παράθυρα !
Δεν μας κρατούν οι στέγες.
Τα πάρκα ερήμωσαν.
Γεμίσαμε γκρίζα άμμο και άοσμες συνήθειες.
Οι αισθήσεις μας προκαλούν την μοίρα.-
Λαχταρώ τα κομμάτια σου,
τα ανείπωτα.
Τα ακροδάχτυλα σου να πιέζουν το μήλο μου.
Με ένα φλιτζάνι βραστό νερό,
και ένα ελαφρύ πλατάγισμα,
θα σε περιμένω να ρίξεις τα βότανα.
Ας είναι,
το συκώτι μου θα το αντέξει.

ξέρεις θα περιμένω
σε αυτό το ξύλινο τραπέζι,
φορώντας τη μάσκα
 της γυναίκας που ερωτεύτηκες.