ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

25.1.12

१७ μέρες

έζησε μακριά της δυο ολόκληρα χρόνια ,δυο χρόνια που έσταζαν χειμώνα ...


Γνώριζε πως να κρύβεται

γύρω της,

να εμφανίζεται τυφλός,

κουτσός να γδέρνεται,

σαν παρατημένη γη

να τραυλίζει

από υπερβολική κατάπτωση υγρών.

Μια σειρά από κλαδιά

κουβαλούσε.

Ορμόνες γύρω του

αύξαναν την μορφή του..

Ένας αδιαπέραστος όγκος,
μάζα από χαμόκλαδα ίσως,

μια λυτρωμένη πολυθρόνα
και κουλουριάζεται
ιδρωμένος από την σκέψη του οργασμού της.


Υπήρξε μια πόλη.

Περίμενε να την αποδεχτεί.

Μοίραζε τους χειμώνες σαν φέτες ψωμιού

και η θάλασσά της άλλαζε
σε κάθε του όψη.

Ήταν τα κύματα,
αδίστακτα.

Γυναίκες με άδεια καρότσια,
συγύριζαν τις ποδιές των αντρών τους.

Ένας φράχτης

και αυτός ανάποδα,
πάλευε με την ομίχλη.

Με το δάχτυλο του στόχευε,

τα ανηφορικά σκαλιά.

Ξεμπέρδευε τις βλεφαρίδες του ,πρώτα,
ύστερα την φιλούσε.

Περιφέρονταν πέρα από το τελευταίο σπίτι.

''Σε ένα ξεχασμένο ρυάκι'',της έλεγε,'΄Εκεί κοντά θα μένουμε.''.

Είχε νυχτώσει,

ή ίσως όλοι γύρω της φορούσαν μαύρα.

Έπειτα μαγείρευε για 'κείνην
και φεύγανε με το ποδήλατο για το βουνό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου