ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

19.4.11

αφροί ευτυχίας


... και κατάλαβε πως οι πληγές της
δε θα άφριζαν ποτέ ξανά.
τα γονατά της είχαν αλλάξει σχήμα.
ο έρωτάς της αποτυπωμένος σε μελανιές
με καρδιά αλκοολικού.
την έσερνε ψελλίζοντας
και οι ώρες έμοιαζαν χαμένες καιρό τώρα.
καστανόξανθη με μάτια,
αφαιρώντας τα,δε θα ΄έμενε παρά μια
αδίστακτη αμηχανία.
θα γελούσα μπροστά της,
ίσως και να την λυπόμουν λίγο.
βάδιζε αποφασιστικά με εκείνα τα χοντροπάπουτσα
και το γέλιο της
-γι αυτό ναι αξίζει να την θυμάσαι-
μαζί με τα άκρα από το χαμόγελό της
ναι ίσως σε έκαναν να διστάζεις λίγο
και να ζηλεύεις πολύ..
μα τα λόγια του,
αυτές οι βραχνές λέξεις που δένονται και με χτυπάνε
στριφογυρίζουν γύρω μου και είναι αργά και ο ύπνος
έχει καταντήσει σαν τον νοίκι.
δύσκολο να το βρεις και πανεύκολο να το χάσεις.
είχε το βλέμμα πάνω μου,
μα εγώ θυμάμαι μονάχα μια ανυπόφορη ζέστη να μου ορμάει
και δεν θυμάμαι πόνο
μόνο αναρριχώμενες μορφές
και βαθιά μουγκρητά σε γωνίες.
καπνό δεν είχα
έτσι κάπνισα αυτόν
αυτή κουβάλαγε τις γλάστρες μου
λέγοντας ιστορίες
και έψαχνε τρόπο να με μεθύσει.
''είσαι μικρή ακόμα''
''μα οι φίλες μου,δίπλα μου αλλάζουν.και αυτή με σταυρωμένα πόδια ανασαίνει πάντα ανάμεσά μας''του είπα.
''δε θα χω πάντα το κουράγιο να σε ρωτάω τι έχεις .''
τότε καλύτερα να φύγεις.
να φύγεις να τρέχεις να χαθείς
δε με νοιάζει(ς).


...κύλησε μόνος του
πάνω στο στρώμα
το βούτυρο της είχε αλλάξει το δέρμα
ήθελε να σβήσουν τα φώτα.
δεν ντρεπόταν για το σώμα της,
απλά δεν τον εμπιστευόταν.
και αυτός σηκώθηκε,γυμνός
και έσκισε τις κουρτίνες
με μια σιωπή
ανήκουστη
χύθηκε το φως στους ώμους της..

...τα φώτα δεν αλλάζουν σχήμα
όπως εμείς δεν αλλάζουμε δέρμα.
όσο και να σε σιχαθείς
θα συνεχίσεις να σε κουβαλάς.
και το ήξερε καλά.
τα στήθη της είχαν γεμίσει ζευγάρια από γλώσσες.
διαφορετικά σαλιωμένα σχέδια
απλώνονταν στις ρώγες της
και αυτή διψούσε όλο και περισσότερο ,
σαν τα αντίκριζε.
καθώς έμπαινε στο δωμάτιο,
αυτή άνοιγε το στόμα
και βούλιαζε τα μάτια της
και αυτός είτε ερωτευόταν είτε γελούσε.
δεν ήταν η πουτάνα του,η γυναίκα του ήταν.
η γυναικάρα του,με τους μηρούς της και την κωλάρα και το παράξενο βλέμμα και την κοτσίδα στα μαλλιά της.
αυτή έμενε εκεί.
μέσα της και μέσα του.
και αυτός έξω από 'κει.
έξω του και έξω της.
μα κάπως αυτό το έξω και το μέσα
το είχαν ενώσει
και τρέφονταν από την ένωση αυτή.

..και πετάς την ευτυχία
σχεδόν την κλωτσάς με ευχαρίστηση
για να σε δεις άλλη μια φορά
να κλαις κάτω από το σπίτι του
να μιζεριάζεις για επιλογές δικές σου.
και οι άλλοι
με στριφογυριστά μουστάκια
τα βάζουν με τον έρωτα
μέσα από ανυψωμένους καθρέφτες
για λόγους ανύπαρκτους
και φωνάζουν
αφρίζουν
παθαίνουν κρίσεις πανικού
για να δουν τα δυο σώματα
απλά να διαχωρίζονται
να ξεκολλάν.
και ηρεμούν.

1 σχόλιο:

  1. Αυτό σήμερα άγγιξε πολλά κομμάτια του εαυτού μου,μου θύμισε διάφορα.
    Ωραίο γράψιμο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή