
Μια πόλη εγκλωβισμένη σε στροφές.Στροφές γεμάτες μορφές,οι οποίες ελεύθερες τινάζουν την σκόνη από τα γυμνά τους σώματα.Γυμνά σώματα περιχυμένα με οινόπνευμα και σκουριά.Οινόπνευμα μάυρο και σκουριά γαλάζια.Δέντρα άυπνα.Άυπνα σε μια άηχη πόλη.Άυπνοι γίγαντες με μουστάκια και μελόν καπέλα.Ρουτίνα από φτηνά τσιγάρα,ξεχασμένα σε καπνοθήκες και σύννεφα.Σύννεφα με μισούς ήλιους και ακούρδιστα ρολόγια.Ρολόγια με τέσσερις δείκτες και τρεις λέξεις.Παρελθόν.Παρόν.Μέλλον.Τρεις λέξεις σταματημένες στην άγνωστη τέταρτη.Παρελθόν.Παρόν.Μέλλον.Και ύστερα;
Σήκωσε τους ώμους στους εργάτες και ψέλισε.
΄΄Φοβάμαι πως μια μέρα ο χρόνος δεν θα μπορεί να αλλάξει παρα μόνο τον εαυτό του΄΄
Ακούστηκαν πριόνια να καρφώνουν,σφυριά να ξηλώνουν, καρφιά να ξεβράζουν μπετόν και ύστερα η άηχη πόλη σκεπάστηκε από ένα διαρκές γκρίζο ουρλιαχτό.Ο τέταρτος δείκτης είχε σταματήσει σε μια λέξη.
΄΄Άυτό θάνατος΄΄
Όλα ήταν προσχεδιασμένα.Θα τελείωναν όπως είχαν εξ αρχής ξεκινήσει.Με ένα τίποτα.