Ανοίγω τα χαρτιά μου.
Το αποφάσισα.
Γυρίζω πίσω.
Σαν σκουλήκι που το ξέρασε ο αλλοπρόσαλλος καιρός του Οκτώβρη,
σέρνομαι στους τοίχους,
πίσω από τα καρτ ποστάλ που μου χάριζες.
Αντιστρέφω τους ρόλους μας
Ο χρόνος σαν να κατρακύλησε στους δρόμους που χάραξε ο εγωισμός μας.
Δεν έχει σημασία πια.
( ''Πόσο άγρια με φίλησες!'',θα σου έλεγε ύστερα αυτή.
και εσύ αναψοκοκκινισμένος,φλύαρος,υπερήφανος για το κατόρθωμα σου,
θα ανέβαινες τις ανηφόρες-μας- χοροπηδώντας.
και θα έσταζε ένα φεγγάρι εκεί ψηλά,θηρίο παλαβό.)
Τελευταία ξυπνώ,με ένα συναίσθημα στραβό.
Εξαντλημένη σέρνομαι ως τον καθρέφτη και τσιμπώ τα μάγουλά μου.
Το πρόσωπό μου διαρκώς μεταλλάσσεται.
Είναι ώρες που νομίζω πως συνειδητά αλλάζω δέρμα.
Συνάμα και εκφράσεις και νεύματα.
Η Παρανοϊκή,εγώ.
Μου λένε πως στον ύπνο μου φωνάζω το όνομά σου.
Δεν τους πιστεύω.
Δεν γνωρίζω κανέναν με αυτό το όνομα.
Απογυμνωμένη είμαι από κάθε είδους όνειρο ή εφιάλτη,
ούτε σημάδι από την παρουσία σου τριγύρω.
Μονάχα δροσούλες ξαποσταίνουν στο μαξιλάρι μου
και χαμόγελα γκρεμισμένα,λησμονημένα.
Ξέρεις διαβήκαμε σύνορα.
Μου κρατούσες το χέρι σφιχτά λες και γνώριζες τι ήσουν ικανός να μου κάνεις.
Συρματοπλέγματα στάθηκαν εμπόδια στη φυγή μας.
Νότιες χώρες και τετράγωνα με θέα την πόλη.
Δικαιολογίες πολλές,
αμέτρητες.
Μα επιτέλους γύρισα στην πατρίδα μου και
ξέρεις
είμαι έτοιμη να σου επιστρέψω
όλα τα ταξίδια που μου έταξες.
Δεν με φοβίζουν πια.