ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

27.10.11

σαν αθώος και σαν εχθρός

Εσύ,μονάχα εσύ,αρρωσταίνεις τους ανθρώπους γύρω σου.
Τους ποδοπατάς και ύστερα τους αποχωρίζεσαι ευελπιστώντας πως το φταίξιμο ήταν δικό τους.

Φυσούσε.Φύλλα χόρευαν στους δρόμους.Τα χρώματα είχαν αλλάξει.Ένας αέρας αόρατος στην αίσθηση,ορατός στα μάτια,ατένιζε τις βλεφαρίδες μου.
Σκοτάδι απλωμένο σαν στρώμα απάνω στην στερνή μου ελπίδα να τον βρω.Διψούσα. Κατάπινα το σάλιο μου,μα κατάφερα να στεγνώσω τον λαιμό μου.Ένιωθα τα ούλα μου να διαστέλλονται,να αποκτούν σφυγμό.
Ένας νεαρός γύρω στα είκοσι,με πλησίασε.Κοίταξα μονάχα τα παπούτσια του,σκισμένες βάρκες αρμένιζαν στα χώματα.
Με ρώτησε αν περιμένω πολύ ώρα εδώ.
Του απάντησα πως περιμένω από τότε που με θυμάμαι.
Σιωπηλός,παρέμεινε στη θέση του,κοίταξε δεξιά,αριστερά έπειτα έριξε μια ματιά στο ρολόι του και απομακρύνθηκε.
Μια στιγμή μόνο έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος μου,σαν να 'θελε να αποδείξει στον εαυτό του οτι δεν υπήρξα πλάσμα της φαντασίας του.
Ο κόσμος είχε αλλάξει.Μάδιζαν τους λιγοστούς κήπους και γευόταν απελπισμένα τα άνθη.Κουλουριάζονταν στα παγκάκια με ένα κομμάτι καθρέφτη στα χέρια του,θαύμαζε το είδωλό του..Οι περισσότεροι χωρίς ρούχα,ζωγράφιζαν τις παλάμες τους και έγραφαν το όνομά τους στο μέτωπο.Άλαλοι χοροπηδούσαν με την δύση του ηλίου,έκλαιγαν με την ανατολή..
Σκεφτόμουν οτι πίστευαν ίσως οτι η νύχτα είναι ικανή να σπείρει το θάνατο ευκολότερα από οτι η μέρα.Είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν κάτω από το φως του ήλιου και αυτό τους κατέθλιβε.
Αποζητούσαν τον θάνατό τους μα δεν οδηγούνταν στην αυτοκτονία.Πίστευαν στους ψαλμούς,στους τελευταίους αποχαιρετισμούς.ήξεραν οτι θα φαγωθούν από τα σκουλήκια μα ήθελαν δίχως την δική τους επέμβαση να πεθάνουν.
Κοίταζα και ήθελα απλά με μια κίνηση να χαμογελάσω σε όλους τους.Μα τα ζυγωματικά μου κρέμονταν ανέκφραστα.Ήταν εκείνος που είχε κλέψει τη στρογγυλάδα του προσώπου μου.Είχε κλέψει κάθε σπιθαμή φωτεινότητας και με είχε παρατήσει με μια αμηχανία και ένα μούδιασμα να παραλύει το κορμί μου...
Οι άνθρωποι συνέχιζαν να τριγυρνάνε άπρακτοι.Όντας άνεργοι στην ίδια τη ζωή τους,περιφέρονταν σαν εγκλεισμένοι στη πιο στενή και μουχλιασμένη αυλή του πιο ξοφλημένου τρελοκομείου.Τα ψυχοφάρμακα είχαν καταντήσει παυσίπονα και οι τρελογιατροί το γύρισαν σε ποιητές της δεκάρας,γράφοντας στίχους από συνταγές και μοιράζοντας τα βιβλία τους δεξιά και αριστερά,φορώντας μπερέ και ένα μαντήλι στο λαιμό,ολόλευκο να τους θυμίζει ίσως την προηγούμενη ιδιότητα τους.
Έμοιαζα μάλλον με το πιο λογικό ον εκεί τριγύρω γιατί μέσα σε όλην την οχλοβοή,με πλησίασε ένας μαυροντυμένος με πορτοκαλί μποτάκια και μαντήλι-να κρέμεται από την μια μεριά ανέμελο,να τείνει να σκουπίσει την άσφαλτο-,κύριος.Θα ήταν γύρω στα 40,με ελαφρώς γκρίζες φαβορίτες.
Στάθηκε απέναντί μου,μου ζήτησε φωτιά.
Είχα ξεχασμένα δυο τρία σπίρτα και του τα έδωσα.
Τα πήρε,τα άναψε όλα μαζί με μιας και έμεινε να τα κοιτάζει,να πετάνε σπίθες,να ρουφάνε σαν δαίμονες το οξυγόνο,να καταβροχθίζουν τα μόρια του,αχόρταγα.Ώσπου έσβησαν και ζάρωσαν μαυρισμένα στα χέρια του.
Μου είπε.
''Μόλις έχασες.''
Κοίταξα τρομαγμένη τα δάχτυλά του.
Έστεκαν κρυστάλλινα-καθώς και γνώριμα-παραδωμένα στη θερμότητα.
''Τι 'έχασα;'',ψέλλισα.
Σήκωσα το βλέμμα μου,μα είχε ήδη απομακρυνθεί.
Μέρες μετά κατάλαβα..
Στεκόμουν βουβή,αφοπλισμένη από κάθε αίσθηση και παρατηρούσα την παρακμή μιας ολόκληρης γενιάς.Δίχως άκρα και με μια σκέψη ουδέτερη,παρωχημένη,στεκόμουν δίχως να νοιάζομαι για το αύριο.Αν υπήρχε αύριο.
Κατάλαβα πως όλοι αυτοί εκεί,όντας χαμένοι σε ένα λαβύρινθο παροξυσμού και σιωπηλής ηχώ,δεν περίμεναν τίποτα παρά μονάχα την ακούσια φυγή μου.
Μήτε τα σκαστά μου χείλη,να τους χαμογελάσουν,μήτε το ξεφλουδισμένο κιτρινιάρικο δέρμα μου να τους προσφέρει απλόχερα τα χάδια του.Ήθελαν ή καλύτερα ευχόντουσαν να φύγω,να τρέξω να σωθώ,μα αργά και σιγανά να απομακρυνθώ δίχως πισωγύρισμα.
Προφανώς γνώριζαν ήδη πολλά.Γεγονότα και στοιχεία που εγώ αγνοούσα παντελώς.
Ο τελευταίος κύριος,εκείνος που τα χιόνια είχαν αγγίξει τα μαλλιά του,με λιγοστή υπαρκτή εναπομείναντα συναίσθηση,μου έδειξε τον δρόμο,
Και έτσι πρόλαβα και πρόφτασα.
Την παιδικότητα μου πρόφτασα να προλάβω μην τυχόν και εκλείψει.
Μην χαθεί...

24.10.11

λευκή σελίδα

Κολλάει στις γωνίες των χειλιών της,
σκαρφαλώνει στους τοίχους ξένων σπιτιών
πλάθει τις τούφες των μαλλιών της,
οι φίλοι -του-,τον φωνάζουνε τρελό...

5.10.11

το φτερούγισμα και εσύ


Μοσχομύριζες τριαντάφυλλο,λουζόσουν με πέταλα.
Το δέρμα σου είχε κοκκινίσει,το ίδιο και τα μαλλιά σου.
Ξυπνούσες τα πρωινά με πονοκέφαλο,
κάθε μέρα και πιο αργά ξυπνούσες.
Σε χάιδευα στους κροτάφους σου,
απαλά σαν ιδρώτας σε έλουζα.
Σηκωνόσουν και με έντυνες με φορέματα.
Βαριανάσαινες ,ξανακοιμόσουν.
Χάζευα το φως,έβραζα νερό
και έπινα καυτό τσάι.
Μυρωμένος θάμνος το όνομά του.
Οι κουρτίνες μύριζαν μήλο και κανέλα.
Κάθε δυο μέρες με έβαζες να τις πλένω,
γιατί έλεγες,σιχαινόσουν την κανέλα.
Σε πίκριζε.
Καμιά φορά μαγείρευα,
λαχανικά και ρύζι στον ατμό.
Στίβαζα τα λεμόνια στον πάγκο
και ρουφούσα τους χυμούς τους.
Μου έλεγες πως άμα συνεχίσουμε έτσι,
θα καταντήσουμε κόκαλα.
Λευκά οστά.
Έτσι έβγαινες έξω και γυρνούσες με μια σακούλα γκοφρέτες.
Λεφτά δεν είχες,
μα δεν σε ρωτούσα τίποτα.
Το ήξερες πως οι γκοφρέτες ουδέποτε μ άρεσαν,
μα έμενες απορημένος να με κοιτάς με τις ματάρες σου κάθε φορά,στη κάθε άρνηση μου να δοκιμάσω.
Τις έτρωγες όλες μονάχος.
Πονούσε η κοιλιά σου έπειτα
και σου ετοίμαζα χαμομήλια.
Έβρισκα ευκαιρία και ρουφούσα άλλα δυο λεμόνια έτσι.
Χωρίς να το καταλαβαίνεις κάθε φορά.
Στα κρυφά ξίνιζα την μούρη μου.
Όσο γλυκιά και να έλεγες πως είμαι,δεν σε πίστευα.
Οι βόλτες μα ήταν λιγοστές.
Ζούσαμε με έρωτα και αφεψήματα.
Τις νύχτες που κοιμόσουν,έμενα ξάγρυπνη.
Συγύριζα τα πεσμένα στο πάτωμα,παπλώματα.
Δίπλωνα την γύμνια μας.
Ξημερώματα έβγαινα στους δρόμους.
Γυρνούσα με τις τσέπες φουσκωμένες λεφτά.
Δεν φαντάζεσαι πόσα χρήματα χάνουν οι άνθρωποι τα βράδια.
Δεν μου είχες εμπιστοσύνη.
Πίστευες οτι δυνόμουν σε άγριες απολαύσεις,οτι τριγυρνούσα με αδαή αρσενικά,τους έδινε το σώμα μου να το εκμεταλλευτούν και αυτά ως αντάλλαγμα με πλήρωναν.
Τα χρήματά μας έφταναν για τα βασικά.
Τώρα που το σκέφτομαι ίσως γι αυτό με ειρωνευόσουν και με έβριζες.
Δεν ήταν το οτι πίστευες οτι είχα γίνει η πόρνη της γειτονιάς όσο οτι δεν έβγαζα πολλά από όλη αυτή την δουλειά.
Αυτό σε εκνεύριζε.
Με είχες για πιο χοντρά πράγματα εσύ.
Σε απογοήτευα.Το ένιωθα.Το προσπερνούσα.
Σε αγαπούσα και σε χρησιμοποιούσα μαζί.
Στις γιορτές μας σε βάφτιζα με διάφορους ρόλους.
Ήξερες,πως τις μέρες εκείνες,ήμουν η σκλάβα σου.
Μα ωστόσο, καθημερινά δεν ήμουν ;
Μια φορά είπες πως ερωτεύτηκες.
Σε ρώτησα το όνομά της.Έλεγες ψέμματα.Δεν με ένοιαζε.
Είπες θα φύγω.Θα χαθώ μαζί της.Θα γίνω αέρας,ο δικός της αέρας,μοναδικός,αιθέριος.
Είπες πολλά.Μιλούσες για οικογένειες,δουλειές και δείπνα με κρέας και πουρέ.Μου ήρθε να ξεράσω με τα τελευταία.
Άχρηστη με είπες.Πόρνη.Ανοίγεις τα σκέλια σου,για τον κάθε ξεπεσμένο πλούσιο.
Δεν σε μίσησα.Γνώριζα τα ψέμματα σου.Τις παράνοιες σου.
Έφυγες και για πρωτη φορά,ύστερα από δυο χρόνια,με πήρε ο ύπνος.
Ήταν γλυκός μα αβάσταχτος.
Ξύπνησα μεσημέρι.
Έξω φθινόπωρο.
Πορτοκαλιά χρώματα στους τοίχους.
Το δεξί μου χέρι μουδιασμένο.Μαζί σου είχα ξεχάσει πως να κοιμάμαι.
Στη κουζίνα βρήκα έναν λεμονοστύφτη και ένα σημείωμα.
''Για να μην κουράζονται τα χεράκια σου''
Πότισα τον κήπο,σκούπισα τα φύλλα στην αυλή.
Ο ουρανός άλλαζε διαστάσεις.Περιστρεφόταν πεισματικά γύρω από τις χαμηλές πτήσεις πουλιών.
Επιτέλους θα έβρεχε και τότε σε είδα.
Στεκόσουν στο ξύλινο κάγκελο πίσω μου,φορούσες γυαλιά και σχισμένη μπλούζα.
Χαμογελούσες.Ένευσες,μα δεν κουνήθηκες.
Γύρισα στο σπίτι,ρούφηξα ο νέκταρ μου με τον παραδοσιακό τρόπο και έπεσα ξανά για ύπνο.
Ξύπνησα αργά,μεσάνυχτα,ιδρωμένη,γυμνή από την μέση και πάνω,με το κεφάλι σου ακουμπισμένο στα στήθη μου.
Τα σάλια σου έρεαν προς τον ομφαλό μου.
Σχημάτιζαν σκοτεινά ρυάκια παχύρρευστου υγρού και σκιών.
Δέχτηκα την νοτισμένη σου συγγνώμη, αμίλητη.
Σηκώθηκα και άρχισα να σε χαϊδεύω,όπως παλιά,εκεί στους κροτάφους σου.
Σε λίγο θα ξημέρωνε.