ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

30.7.11

παρεμβολή

Ήταν αδίστακτος και μαύρος.
Κρυφός παλαιστής σε μια αιώνια μάχη.
Παραμυθάς,αντιαλκοολικός.
Πρωτόγνωρο πλάσμα.
Γύριζε από μπαρ σε μπαρ,
από τραπέζι σε τραπέζι,
άρπαζε τα οινοπνεύματα και τα συνέθλιβε μέσα στις παλάμες του.
Τα θρύψαλα κατέληγαν στα παπούτσια των πελατών
και αυτοί ,έπεφταν στα γόνατα γλείφοντας τα,
κατάπιναν τα απομεινάρια.
Ο κύριος Β,- έτσι τον αποκαλούσαν στις δουλειές-,
συνέχιζε τις περιοδείες του στα νυχτερινά κέντρα.
Γυναίκες δεν γούσταρε,μα ούτε και άντρες.
Μια γυναίκα αγάπησε και αυτή ήταν η μάνα του,που δεν γνώρισε ποτέ.
Έβριζε συνέχεια για χάρη της.Ανεβοκατέβαζε χριστοπαναγίες.
Μια ζωή ζούσε γι αυτήν.Για να της ξεχρεώσει την θέληση της να τον φέρει στον κόσμο...
Και τα χρόνια περνούσαν.Και το κεφάλι του, άσπρο ,κυριαρχούσε στο διαρκές σκοτάδι της πόλης..
Ήταν χειμώνας ,δυο ώρες φως μονάχα την ημέρα και χρωματιστές κουρτίνες στον ουρανό..
Είχε καταντήσει κλέφτης ενός νεκρωμένου σύμπαντος.
Συνέχιζε να ξερνάει με την εικόνα του ποτού,
ενώ το κράτος άρχισε να μοιράζει επιδόματα στους κατέχοντες οινοπνεύματος και ειδικές διευκολύνσεις στους εθισμένους..
Κάποια από κείνα τα άδεια πρωινά,
κάποιος χτύπησε την πόρτα του.
Πρωτόγνωρος ήχος.
Ξύλινος.
Άνοιξε.

΄΄Πρέπει να περάσετε από το τμήμα΄΄

Έξω είχε κρύο.
Λευκά τοπία ολόγυρα και οι αστυνομικοί να κατεβάζουν μπουκάλια ουίσκι.
Έψαξε στις τσέπες του λίγη ζεστασιά.
Ύστερα άκουσε γέλια.
Δυο τύποι ,χωρίς στολή, φορούσαν σκούρες γραβάτες, τον πλησίασαν.

΄΄Γιατί δεν πίνετε;΄΄

΄΄Δεν το σηκώνω΄΄΄

΄΄Για ποιόν δουλεύετε;Ανήκετε σε κάποια οργάνωση;΄΄

΄΄Όχι΄΄

΄΄Γνωρίζετε γιατί είστε εδώ;΄΄

΄΄Προσπαθώ΄΄

΄΄Καλώς.Μπορείτε να γυρίσετε σπίτι σας.Τα παιδιά θα σας πετάξουν με το αμάξι ως εκεί..Και εμπιστευτικά κύριέ μου,την επόμενη φορά ελπίζω να σας δω με άδεια μπουκάλια στα χέρια..Για να μην έχουμε την ίδια ιστορία πάλι,καταλαβαίνετε έτσι;Να μυρίζουν τα χνότα σας την επόμενη φορά αγαπητέ μου.Να στάζουν τα μάτια σας οινόπνευμα.Ελπίζω να μην χρειαστεί να ξανασυναντηθούμε.Γεια σας και καλό απόγευμα.΄΄

Είχε κρύο έξω ,μέσα ,μέσα του.
Ολόφρεσκια χειμωνιάτικη παγωνιά.
Και αυτός
Γύριζε από μπαρ σε μπαρ,
από τραπέζι σε τραπέζι,
άρπαζε τα οινοπνεύματα και τα συνέθλιβε μέσα στις παλάμες του.
Αυτός...

25.7.11

τώρα

Εντάξει δεν γράφω πια.Δεν γράφομαι επίσης.
Εγκλωβίζω στιγμές -ικανές να σε γεμίσουν με περισσευούμενα χαμόγελα-,τις σφίγγω λιγάκι με τα άκρα μου,τις χαϊδεύω στα κρυφά τους σημεία,μα αυτές έπειτα αντί να σταυρώσουν τα πόδια,να κατεβάσουν το κεφάλι και να απλώσουν τις παλάμες τους στα χαρτιά μου,χαζογελάνε με το βλέμμα μου και το σκάνε υπό την επήρεια ενός ανόητου χορού.
Η κατάσταση έχει ξεφύγει.Οι οργασμοί προσφέρονται απλόχερα και εμείς τους καλοδεχόμαστε φωσφορίζοντας στα σκοτεινά.
Εγώ ,πιο ευτυχισμένη από ποτέ,ξοδεύομαι,γίνομαι παιδί,μεγαλώνω μαζί του.
Κερδίζω τετραγωνάκια από το σώμα του.
Σχισμές από το στόμα του.
Μετατρέπομαι σε παραμύθι,στο σπίτι του,δίπλα στο δάσος,με τα σεντόνια , τα λουλούδια , τα ινδικά χαλιά ολόγυρα και τα βάζα να ακροβατούν πάνω από τα κεφάλια μας.Με αυτόν να λαμπυρίζει πάνω στο πιάνο και εσύ να θες να γίνεις μια νότα ΄΄ρε΄΄,μέρος μια συγχορδίας,να σε χαϊδέψει με τα δάχτυλά του και ύστερα να κοιτάξει από το μαύρο λουστρίνι έπιπλο ,να γυρίζει αργά να σε ρωτήσει -Τι έχεις;
Να τον κοιτάζεις.Να σκέφτεσαι τι να απαντήσεις ύστερα από ένα τέτοιο ταξίδι,τι να του πεις για να ηρεμήσεις,να πάψει να φοβάται ,να μελαγχολεί.
Συνέχισε να παίζεις.Να ξεσηκώνεις τα πλήκτρα,μαζί και ΄μένα,να μην ξεχνάς.
Δεν λες τίποτα.Ξαπλώνεις στο δροσερό μαξιλάρι και αυτός πλαγιάζει πλάι σου,σε ταΐζει ροδάκινο ,μασουλάει κριτσίνια ,που τυχαία(;) βρέθηκαν ανάμεσα στους μηρούς σου..
Κάποτε οι ιστορίες μου, ήταν αταίριαστες περιπλανήσεις σε χιλιοπερπατημένους δρόμους.'Ηταν ή ένταση μιας απόκρυφης ανωνυμίας,λουσμένη με μια ψευδή όψη ενός νέου ξεκινήματος.Ενός ξεκινήματος ,ακαθόριστου,εξ αρχής παραδομένου στα χέρια άλλων.Οι ιστορίες εκείνες με ήρωες αλκοολικούς και γόπες παρατημένες σε τσέπες αποτυχημένων,έχουν σκορπίζει στα κουτιά.Οι πρωταγωνιστές,παράτησαν τους ρόλους τους και κλείστηκαν σε ιδρύματα,.Οι δε άλλοι,χωρίς ταυτότητα,ίσως και να ξέθαψαν τον παλιό τους εαυτό,να ντύθηκαν με τα καλά τους και να αποχωρίστηκαν κακές συνήθειες.
Η αλήθεια είναι οτι και οι ίδιοι κουράστηκαν.Αδιαφόρησαν.Απομυθοποιήθηκαν.

Θα ΄θελα να γύριζα στις αποβάθρες ,με τον χρόνο διαφορετικό μέσα και έξω,να αναζητώ νέους ήρωες,νέες εικόνες,νέα ξενύχτια.Ίσως..

Μα είμαι μικρή ακόμα,και μοιάζω μικρότερη,μαζί του διαστέλλομαι, πληθύνομαι,μαθαίνω να σφυρίζω ,να γελώ,να ποζάρω με φυσικότητα.Μαζί του τραντάζομαι,τσιρίζω,παθιάζομαι.Ερωτεύομαι.

Είναι νωρίς λοιπόν ακόμα,να βυθιστώ στη σιωπή της μελάνης μου.Στη σκόνη μιας τεχνητής μοναξιάς.
Επιλέγω την νεότητα.Τις ανάσες του.Τους μετρημένους του θυμούς.Τα αθώα του βλέμματα.


Είναι στιγμές που σταματώ να σε κοιτώ
και ενώ εσύ με ξεγυμνώνεις,
εγώ σιγοτραγουδώ...

Μη ρωτάς γιατί ντύνομαι σαν ξένη τέτοιες ώρες



τότε

Λυγίζει τα πόδια.Μικρές απαλές κινήσεις,τεχνητών ανθρώπων.
Χαράζει πατούσες,απολαμβάνοντας την πρωινή μουντάδα.
Λείπει ο καφές και τα τσιγάρα...

Κι όμως κουβαλώ κάμερες ,
κρυφές σε όλο μου το σώμα.
Και τα αυτοκίνητα περνούν
και εσύ ξέρεις πως αυτός δεν θα ξαναπεράσει.
Από πουθενά και από παντού.
΄΄Τα περιστέρια κάποιος τα κουρδίζει΄΄
Στα χέρια του φωλιάζουν φτερά.
Ξέρει καλά από αυτά.

Πίνεις για να ξεχάσεις και ξεχνάς για τι πίνεις.
Ουίσκι με νερό.Ουίσκι σκέτο.
Πάντα κάτι να περισσεύει.
Και όμως χωρίς αυτό το ΄΄τίποτα΄΄ ίσως ήσουν ακόμα
μια σκοτεινή ιδέα..