ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

31.5.11

δυο συνδέσεις με ~

Το ψέμα προδίδει.
Περιβάλλεται από τα χείλη σου
και σε χτυπά αδιάκοπα.
Οι ιστορίες αιωρούνται
δίχως τέλος και αρχή.
Σου κλέβουν το σενάριο,
οι σκηνογράφοι
και καταντάς
ο χορογράφος τους.
Μια ,δυο φράσεις
και το ποτήρι αδειάζει..
Δεν ξέρω αν η αλήθεια είναι ο μόνος δρόμος,
γνωρίζω όμως πως το ψέμα είναι οι λακκούβες του,
οι φωλιές των ταξιδευτών.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το πάθος συγχωρεί.
Τους διψασμένους
από κραυγές φορολογούμενες.
Τους ξενυχτισμένους
από φιλιά τρίτης γενιάς.
Τους κατατρεγμένους
από μελλοντικούς σεισμούς
Τους ξεμωραμένους
από αμοιβές γιατρών
Τους άπιστους
από τα λευκά κρίνα
Τους υδραυλικούς
από υπόγειες διασωληνώσεις
Τους τριχωτούς
από τους χίπηδες
Τους πότες
από τα ναρκωτικά
Τους φίλους και εχθρούς
από την οικογένεια
Τους διαρκώς χαμένους
από εσένα
Εσένα
από τον εαυτό σου.

και τέλος
εμένα
από όλους σας.

τα σχέδια της Κ.Ζ

Λοιπόν ξεχαστήκαμε.
Αφήσαμε πίσω μας τις μπογιές,
να εξευτελίζονται
και τα ρολόγια στα μαγαζιά,
πιο ακριβά από ποτέ..
Αντί να χρεώσουν τα λεπτά,
τις κινήσεις,
χρεώνουν το ξύλο.

Εμείς καταρρέουμε.
Το κουράγιο φυλακίζεται.
-μα οι φυλακές είναι για τους λεβέντες και εμείς λεβέντες δεν είμαστε-
στα τζάμια εκείνα
με τη θέα το λιμάνι και τα κάστρα.
Μεταφέραμε έπιπλα
τα στοιβάξαμε στα μπαλκόνια,
τα προστατεύαμε από την μούχλα των καιρών,
μα με ένα τρίξιμο του δείκτη
εκείνοι τα βάλανε φωτιά
και τώρα ακόμα και η στάχτη
δεν ελπίζει τίποτα.
Αν σας αφήναμε και εμείς να περιμένατε
ίσως τη μανία σας
για την ισοπέδωση
δεν την αντικρίζαμε στο κατώφλι μας ποτέ,
έστω αργούσε.
Μα ήταν όλα εξαρχής
αποκαΐδια,
θρύψαλα της ηλικίας σας
των πρόωρων γηρατειών σας.

28.5.11

σιγοτραγούδισμα


Την χούφτωνε στα μπούτια ανάμεσα
ύστερα από ένα καφάσι μπύρες.
Αυτή κλαιγόταν
μα άνοιγε περισσότερο
τα πόδια.
Αντάλλαζαν ρόλους
παριστάνοντας τους εαυτούς τους,
ως ξένους.
Πάνω σε εκείνο το μικρό
σιδερένιο στρώμα
γεννήθηκαν
οι επιθέσεις.
Σφοδρές.
Αναπάντεχες.
Ανεκπλήρωτες.
Ξεγυμνωμένες.
Παθιασμένες.

δικές τους.

13.5.11

λούμπιτελ 1


Τσιμπούσα το χέρι του
μέσα σε κάτι υγρό.
Τα βιολιά στον αέρα,
σαν να έσκιζαν την ομίχλη,
υψώνονταν.
Κατέβαζε το βλέμμα
και ακούμπαγε στα μάγουλα μου.
Μαζεύαμε λουλούδια,
ξαπλωμένοι
στα αγριόχορτα
και ψιθύριζε στα γαλλικά
εκφράσεις,
λέξεις,
φθόγγους,
εκτόξευε
και η φούστα μου
είχε γεμίσει αγγάθια
και τα μαλλιά στάχυα,
χρυσά..
Στους ώμους του
έκρυβε τα πόδια μου.
Κρυφά με φύλαγε
από τους ήχους των πουλιών
Με αργές κινήσεις έσκαβε χαντάκια.
Να με θάψει ήθελε.
Να μας βυθίσει στο άπειρο.
Μα το χώμα έρεε.
Σήψη ολόγυρα...
Δεν πρόφτασε να με προδώσει,
τον είχα ήδη πνίξει με την γλώσσα μου.


11.5.11

αμνησία


μα αυτή δεν ήταν στον δικό τους αέρα


Δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα.
Στο τραπέζι κομμάτια παζλ
σιγοτραγουδούσαν.
Μια φωνή τρεμόπαιζε
στα παραθυρόφυλλα.
Ξύλινα πατώματα
με χειροποίητα χαλιά
και τηλέφωνα ξεριζωμένα από τοίχους.
Είχε καθίσει στη πολυθρόνα με τα κίτρινα φύλλα
φέρνοντας ολόγυρα της την κουρτίνα,
κοίταζε το συνεργείο αυτοκινήτων στο δρόμο.
Ο ήλιος έπεφτε..
το φως,σαν χειμώνας
παρέσερνε τις σκιές μαζί του.
Σκούρα καστανά τα μαλλιά της,
ανοιχτόχρωμα παιχνίδια
γαζωμένα στη πλάτη της.
Η φίλη της και οι παιδικοί ψίθυροι του τότε
αφημένοι στην ίδια γειτονιά,
στα μπλε κάγκελα
για τις κωλοτούμπες.
Η μεγάλη πόλη
βύθισε τα περιθώρια
και η προσμονή έγινε συνήθεια.
Λιγοστά γράμματα
απότομες αλλαγές
και αυτή να παίζει κρυφτό με την μνήμη της.
Με τις πολυκατοικίες να πολλαπλασιάζονται
σε κάθε τρεμόπαιγμα των βλεφάρων της,
φοβόταν τους σεισμούς.
Τις νύχτες με φώτα αναμμένα
κρυβόταν κάτω από τραπέζια.
Στο σχολείο φορούσε μάσκες
για να κρύβει την χαμένη της παιδικότητα.
Κάθε χρόνο και τα μαλλιά της πιο κοντά
Ψηλά.
Κουρέλια
στοιβαγμένα ανάσκελα
και οι ματιές της να κρέμονται από τα αυτιά τους.
Σκόνες
τα χρόνια.
Υπόκοσμος
τα φιλιά τους..
Άργησε αλλά κατάλαβε.
Ύστερα
Πήρε μαρκαδόρους και έγραφε σε χαρτιά..

''Μην απαρνιέσαι την άγρια μοναξιά σου.
Μονάχα αυτή μπορεί να σε σώσει''


7.5.11

οι κορυφογραμμές του ιούρα


Έτσι όπως άλλαζαν οι αριθμοί
σε δευτερόλεπτα
φοβόταν να ακούσει τις αλήθειες του.
Καράβια τους αναζητούσαν
και οι θάλασσες ποθούσαν τους εραστές τους.
19 ήχοι,
ερωτικοί,
ξεψυχισμένοι,
σωριασμένοι στα κεφάλια ανθρώπων με κήπους.
Ένα μοιρολόι
υπήρξε το ατελείωτο νανούρισμα της.
Καθώς έκλεινε τα μάτια
μονάχα αυτόν αντίκριζε,
ψηλά στο βουνό
με μαλλιά παρθένα
να ουρλιάζει στην αιώνια νύχτα.
Τόσο μακρυά
παρέα με τις ελεύθερες πτώσεις πουλιών,
τους ζέσταιναν τα χιόνια.
Αναβόσβηναν οι λέξεις
και τα νούμερα αντίστροφα τους παρέσυραν..
Μα τι έμεινε άραγε να θυμόμαστε από δαύτους;
Μια υπόγεια διψασμένη ζήλια
ή ίσως
έναν αλλόκοτα μοναχικό οργασμό ;

3.5.11

στο 60


Ίσως θα ΄πρεπε να μιλήσει για τα μικρά πράγματα που είχαν συμβεί στην ζωή της.
Για τις πνιχτές κραυγές τις πρωινές ώρες
και τα μουδιάσματα,
τα λιγοστά ανώδυνα τεχνάσματα
που είχε πλάσει μονάχα γι αυτόν.
Μα όχι.
Προτίμησε να καλύψει με σιωπή την ανυπακοή της
και ξεχνιόταν παίζοντας με βόλους
στα χαρακώματα.
Αυτός γύρισε μια Παρασκευή,
μουντή,
ασπρόμαυρη,
τραβηγμένη με σχοινιά από τις άκρες της.
Ξεχύθηκε στα σεντόνια.
Είχε αφήσει 7 δάχτυλα
να στέκουν ψηλά πάνω από το κεφάλι της
και ένα κάδρο στραβό με μια γκρίζα κηλίδα στη μέση.
Μια δεκαετία στολισμένη με απογυμνωμένα σώματα
και αυτή εκεί να πασχίζει να χωρέσει στα λουλουδάτα φορέματα της.
Άπλωσε το χέρι του στο καπέλο της.
Αυτή έγειρε με ένα φτερό τυλιγμένο στις φρένες του.
Στο τοίχο μια φωτογραφία με βλέμματα ακρωτηριασμένα
και αυτοί εκεί ξαπλωμένοι,
να σκέφτονται τι ξέχασαν να νιώσουν
τι αγνοήθηκε στην πορεία.