ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

25.1.11

σύμπλοκη ένωση 1


Μια σμέρνα τυφλή,είχε σταθεί γι αυτόν,στις γωνίες μια σκηνής.Με ηθοποιούς-αγάλματα και ποιητές πράσινους,περιτρυγυρισμένους από γυμνόστηθες μούσες.
Πορτοκαλιά όπως ήταν,ξέβγαζε από ένα σεντούκι,ανθρώπινα κεφάλια και με ένα κόκκινο κραγιόν,σημάδευε τα αγαπημένα της.
Αυτά έπεφταν,κυλούσαν στα πόδια των καλλιτεχνών,έτοιμα να ξεσκονίσουν τα πόδια τους,να γίνουν ψίχουλα στα χείλη τους,μα αυτοί τρομοκρατημένοι τα σήκωναν και τα κρεμούσαν στα αυτιά τους.
Η σμέρνα λικνιζόταν παράξενα και σωριαζόταν στα σκηνικά.Ο σκηνοθέτης κύριος Φ. τραβώντας τα μαλλιά του,την άρπαζε από το σβέρκο και υστερικά την πετούσε στο κοινό.
Το κοινό με τη σειρά του,ούρλιαζε,άφριζε,έφραζε τις εξόδους,άδειαζε τους διαδρόμους,συνέχιζε να τρώει σκουπίδια και αποτύπωνε στις φυλλάδες την αποτυχία του έργου.
Ήταν μέρα,μεσημέρι,όταν ο σκηνοθέτης κύριος Φ.,δίπλα σε κορνίζες από γόπες αντιλήφτηκε για πρώτη φορά τη μοναδικότητα της ύπαρξης του.Ανύψωσε λίγο τους ώμους,κούνησε το κεφάλι προς τα πίσω ,έσκυψε και έγραψε σε μια κόλλα τσακισμένου χαρτιού:

'Αν ενώσεις τα κεφάλια της με την ποίηση τους,
θα την δεις
-μόνον τότε-
να αυτοκαταστρέφεται μπροστά σου,
να μετουσιώνεται προς τιμήν σου'

Ύστερα δίπλωσε το χαρτί,έσκισε το σενάριο,έκαψε τα σκηνικά,μαζί με ηχολήπτες,μακιγιέρ,φωτογράφους,στυλίστες,έφτυσε στους τάφους μεγάλων και πρωτοπόρων οδηγητών του,απέλυσε ποιητές,ηθοποιούς-αγάλματα - τους πέταξε κυριολεκτικά στο έλεος του μαύρου κουτιού- ,κόλακες και καθώς πρέπει πουτάνες ερωτευμένες με τα γκρίζα μαλλιά του.Αποστόμωσε τον τύπο και χλεύασε το κοινό.Ρούφηξε τα χρώματα,τις λέξεις,τα τραγούδια της γνώσης του και ύστερα αρπάζοντας τη σμέρνα -τη φορά αυτή όχι από το σβέρκο- εξαφανίστηκαν μαζί μέσα σε ένα 'φλου' ,στο εναέριο φως μιας θελητά υπερυψωμένης κάμερας.

24.1.11

στραβές επαφές με περίεργα όντα



Ξαφνιάσματα.Μικρά.Μεγάλα.Ηλίθια.Βλέπεις τα παιδιά να βρίζουν από τα παράθυρα και να πετάνε κουτάκια κόκα κόλας στους περαστικούς.
Παιδεία βυθισμένη σε τόνους ανθρακικού.
Μυαλά θρι ντι σε άχρωμες αίθουσες.
Και ενώ παίζεις με αγανάκτηση τα μάτια σου,έτοιμη να τα παρατήσεις όλα και να φύγεις,ένα αγοράκι γύρω στα 10 σε πλησιάζει και με το κεφαλάκι του,σου πιέζει τη κοιλιά και σου λέει : ''Μα πως γράφεις έτσι;'' ''Πως γράφω δηλαδή;'',το ρωτάς.''Δε ξέρω!'' σου απαντάει ''Στραβά'' .
Στραβά, ναι.
Κοιτάμε στραβά.Κοιμόμαστε στραβά.Ερωτευόμαστε στραβά.Διαβάζουμε στραβά.
Και θα πεθάνουμε στραβά.
Αυτό είναι υπόσχεση.
Από όλους.
Καταντήσαμε να κουνιόμαστε χωρίς σκοπό.Αν μας χρέωναν τις κινήσεις θα είχαμε γίνει αόρατοι.Θα κανονίζαμε κρυφά ραντεβού στο λιμάνι,παρέα με χαμόγελα και μορφασμούς,παριστάνοντας τα θυμωμένα τσιουάουα.
Θα ορμούσαμε σαν σμέρνες,δαγκώνοντας δάχτυλα.
Η μπλούζα του γράφει
'369 τρόποι για να πάψεις να μ'αγαπάς'
''Πρότεινε μου έναν και θα σε αφήσω να με ξεχάσεις'',φωνάζεις!
Πολυλογία σε πιάνει.
24 μέρες και τους λατρεύεις όλους.Ξεκινάς απανωτό διάβασμα τριών βιβλίων και μέσα σε μια νύχτα τα έχεις ρουφήξει όλα(τα βιβλία της εξεταστικής τα χρησιμοποιείς απλά για να ακουμπάς τον καφέ σου).Τρίβεσαι πάνω του άθελα σου.Σουφρώνεις τσιγάρα και κλέβεις γουλιές από ποτήρια με σύφιλη.Τρως και τρως και τρως μα λίγο κάθε φορά.
Αυτός μουτρώνει(μα συνεχίζει να δαγκώνει).Ο άλλος ο μεθύστακας χλευάζει τις μουσικές σου ικανότητες(τςς),φτιάχνοντας πύργους από τις φτηνές του μπύρες .Οι άλλες οι ηλεκτρονικές μορφές παθιάζονται με τα ροζ πούφου πούφου.Άλλοι κοκκινίζουν(όχι από το κρύο).Και εσύ ξερνάς ολόκληρη σου την ύπαρξη για να συνεχίσεις να υπάρχεις εκεί,δίπλα τους,μαζί τους.
Με τις μελωδίες τους,τις ιστορίες τους,τους πονεμένους έρωτες τους,τα μαγειρέματα τους,τα όνειρα τους,τα ανώμαλα τους.
Με τον καθένα ξεχωριστά και με όλους μαζί
να παλεύεις
για μια ξενυχτισμένη αυγή,
για ένα θεόστραβο αύριο.


17.1.11

Μια σμέρνα είχε σταθεί για 'μενα


Μια σμέρνα,μια λανθασμένη απαγωγή άκρων και ύστερα ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.Είναι αυτές οι ψιλές φωνές που ακούς να επιμένουν στο να συνοδεύουν μια απρόσωπη ορχήστρα και ύστερα αυτή να μπερδεύει στα χέρια της μια μαύρη κλωστή.
Κουνάς κάτι ξύλινες μαριονέτες,πολύτιμο δώρο,και τον κοιτάς βαθιά,σχεδόν επίμονα στον λάρυγγα.Λακούβες παντού, μα δεν σκοντάφτει.Βαστάει τα στήθη της με τις κόρες του και της κλέβει τα δάκρυα δίνοντας της ως αντάλλαγμα έναν ανήκουστο οργασμό.Είναι δικοί τους λοιπόν. Σκοντάφτουν στις τελείες και ρουφάνε τα θαυμαστικά.
Της στέλνει κασέτες με ήχους από καφετέριες τραίνων.Στρογγυλοκάθεται σε τραπέζι στο βάθος,γωνία και περιμένει.Ο καφές,πικρός χάνεται στα σαγόνια του ενώ πιο κάτω ένα αυτοκίνητο καίγεται με μανία.Μα αυτός φοβάται να περιμένει.
Πλήκτρα πιάνου ακολουθούν τρικλίζοντας.Μια λάθος κίνηση και γλείφεις τα δάχτυλά σου, αναζητώντας τον.Ένα σφύριγμα,καπνός(όχι από τσιγάρα) και η καφετέρια,πρώτο βαγόνι,τρίτο κάθισμα δεξιά.Το εισιτήριο,πλαστό και αυτός γυμνός να σέρνεται στις ράγες.
Αντίλαλος από φανάρια που τρεμοσβήνουν.Κοκκινίζει τα χείλη της,δαγκώνοντας τα.Μουτζουρώνει το πρόσωπό της.Στο φόρεμα της,κρέμονται λαθραία αντικείμενα.Μονάχα το σώμα του λείπει και ένα χάρτινο άδειο κουτί από τσιγάρα,παλιό,ταγμένο.Απουσιάζει αυτός και το γύρω του σύμπαν.
Στο σταθμό παλιάτσοι αυτοκτονούν.Τα τραίνα σώπασαν.Οι οδηγοί παραιτήθηκαν.Ριγέ σημαίες απλώθηκαν στα καθίσματα,μα αυτός παρέμεινε εκεί.Με τις σάρκες του απλωμένες στα σίδερα,κάτω χαμηλά στη γη,να κοιτάζει τις παλάμες της,γεμισμένες οινόπνευμα να τον ποθούν,να τον ρουφούν.

16.1.11

ένας κλέφτης,ένα θύμα κ ένα αυτοκίνητο

Σε ένα ημερολόγιο παλιό,κιτρινισμένο που τυχαία αντάμωσα μέσα στα ανακυκλώσιμα σκουπίδια ,ξέθαψα την ακόλουθη αλληλογραφία.

Φραγκφούρτη, 3.4.1964
'Αγαπητέ κύριε Μπράουν,
Θα προσέξατε ασφαλώς οτι το αυτοκίνητό σας, το οποίο είχατε παρκάρει στην οδό Γκαίτε,εκλάπη.Εγώ είμαι ο κλέφτης.Κι επειδή διατηρώ καλές σχέσεις με το κλαπέν αντικείμενο, ήθελα να σας κάνω μια πρόταση : στο εσωτερικό του αυτοκινήτου σας βρήκα έναν χαρτοφύλακα γεμάτο επιστολές και έγγραφα. Τα χαρτιά αυτά δεν έχουν καμοιά σπουδαιότητα για μένα, ενώ αντίθετα για σας είναι απολύτως αναγκαία. Θα τοποθετήσω τον εν λόγω χαρτοφύλακα πίσω από το σπίτι σας,επί της οδού Γκαίτε, αρ. 4, αν κι εσείς από την πλευρά σας συμφωνήσετε να μου παραδώσετε τα χαρτιά του αυτοκινήτου σας. Η παράδοση θα γίνει με τον ίδιο τρόπο και στο ίδιο μέρος όπου θα παραλάβετε το χαρτοφύλακα σας.
Μετά τιμής
ο κλέφτης του αυτοκινήτου σας

Φραγκφούρτη, 5.4.1964
Αξιότιμε κύριε κλέφτη,
Δέχομαι την πρότασή σας, επειδή τα έγγραφα που εχετε στα χέρια σας ειναι εξαιρετικά σημαντικά για μλενα.Τα χαρτιά του αυτοκινήτου μου,δηλ. του αυτοκινήτου σας,θα τα βρείτε όπως συμφωνήσαμε σε 24 ώρες πίσω από το σπίτι.
Ειλικρινώς υμέτερος
Μαξ Μπράουν

Φραγκφούρτη, 7.4.1964
Αγαπητέ κύριε Μπράουν,
Είναι αλήθεια οτι η επόμενη δόση του φόρου κυκλοφορίας του αυοκινήτου ανέρχεται στο ποσόν των 246,97 μάρκων και πρέπει μάλιστα να πληρωθεί αυτή την εβφομάδα ;
Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων
Ο κλέφτης σας

Φραγκφούρτη, 9.4.1964
Αγαπητέ κύριε κλέφτη
Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας πληροφορήσω οτι πράγματι η δόση του φόρου κυκλοφορίας του αυτοκινήτου πρέπει να πληρωθεί αυτή την εβδομάδα-και μάλιστα απευθείας στο Υπουργείο Οικονομικών.Περαιτέρω καθυστέρηση από μέρους σας θα οδηγήσει σε σημαντική επαύξηση του οφειλόμενου ποσού.
Ειλικρινώς υμέτερος
Μας Μπράουν
Υ.Σ. Μην ξεχάσετε επίσης να πληρώσετε την ασφάλεια.

Φραγκφουρτη, 10.5.1964
Φίλτατε κύριε Μπράουν,
Συγχωρήστε μου το επείγον της απαντήσεως μου,αλλά για πέστε μου,σας παρακαλώ,είναι δυνατον ένα τόσο μικρό αυτοκίνητο να καταναλώνει τόση πολλή βενζίνη;Εκτός των άλλον,σας πληροφορώ οτι ο αριστερός τροχός χάνει αέρα.
Δεχθείτε την έκφραση των πλέον φιλικών συναισθημάτων μου.
Ο κλέφτης του αυτοκινήτου σας

Φραγκφούρτη, 12.5.1964
Ξέχασα τελείως να σας γράψω οτι το αυτοκίνητο έχει επείγουσα ανάγκη καινούργιων ελαστικών.Η κατανάλωση βενζίνης είναι πράγματι υπερβολική,όπως παρατηρήσατε εύστοχα και σεις ο ίδιος.Ξέρατε φυσικά εκ των προτέρων οτι πρόκειται για ένα πολύ παλιό αυτοκίνητο.Λόγω της εργασίας σας είστε υποχρεωμένος να χρησιμοποιείτε πολύ το αυτοκίνητο,γι΄αυτό σας συμβουλεύω φιλικά να αγοράσετε αμέσως καινούργιο μπουζί.
Με τις καλύτερες ευχές μου
Μαξ Μπράουν

Φραγκφούρτη, 18.5.1964
Αγαπητέ κύριε Μπράουν,
Το υπουργείο Οικονομικών μου ζητάει ένα συμπληρωματικό ποσόν 698,57 μάρκων,πληρωτέο εντός δέκα ημερών.Σημειώστε ακόμα οτι τα καθίσματα έχουν τα χάλια τους,ενώ το αριστερό φλας δεν λειτουργεί.Μήπως θα μπορούσατε να μου συστήσετε κάποιο φτηνό γκαράζ;Το αυτοκίνητο δεν παίρνει εύκολα μπροστά και χρειάζεται ζέσταμα.Λάβετε υπ'όψη σας οτι προς το παρόν πληρώνω 50 μάρκα για το γκαράζ.
Με φιλική εκτίμηση
Ο κλέφτης σας

Φραγκφούρτη, 23.5.1964
Αγαπητέ κύριε κλέφτη,
Δεν έχετε άλλη επιλογή:πρέπει να πληρώσετε το φόρο κυκλοφορίας του αυτοκινήτου.Εχτές το βράδυ θυμήθηκα οτι τα φρένα δεν λειτουργούν.θα πρέπει να επισκεφθείτε κάποιο συνεργείο το ταχύτερο.Επί τη ευκαιρία,ζητήστε να σας επιδιορθώσουν και τη στέγη.Με τον παλιόκαιρο που έχουμε,καλύτερα να είναι προνοητικός κανείς.
Στη διάθεσή σας πάντα
Μαξ Μπράουν
Υ.Σ. Όσο για το γκαράζ,δυστυχώς δεν είμαι σε θέση να σας εξυπηρετήσω.Καθώς ξέρετε,εγώ το άφηνα έξω.

Φραγκφούρτη, 25.5.1964
Αγαπητέ μου κύριε Μπράουν,
Μπορώ να πω οτι μάλλον ζημιώθηκα με το αυτοκίνητο που σας έκλεψα.Εχτές έσπασε το κιβώτιο ταχυτήτων.Είμαι ένας φτωχός και τίμιος κλέφτης και δεν είμαι σε θέση ν'αντιμετωπίσω παρόμοιες δαπάνες.Σας παρακαλώ λοιπόν να το πάρετε πίσω έναντι ενός λογικού ποσού.Ελπίζω οτι η προτασή μου θα σας βρει σύμφωνο.
Με εκτίμηση και αφοσίωση
Ο κλέφτης σας

Φραγκφούρτη, 28.5.1964
Φίλτατε κύριε κλέφτη του αυτοκινήτου μου !
Είναι στ'αλήθεια κρίμα που διακόπτετε την ευγενική μας αλληλογραφία με την απροσδόκητη αυτή απόφασή σας.Μου κλέψατε το αυτοκίνητο και ανακάλυψα επιτέλους γιατί ο καλός θεός μου έδωσε δυο πόδια... Άρχισα και πάλι να κάνω μακρινούς περιπάτους.Έχασα αρκετά κιλά περιττού λίπους.Η καρδιά μου λειτουργεί και πάλι στην εντέλεια.Ξέχασα τα προβλήματα που είχα με το στομάχι μου και η οικονομική μου κατάσταση βελτιώθηκε αισθητά,Κι έρχεστε τώρα και μου προτείνετε να το ξαναπάρω;Επ΄ ουδενί λόγω ! Αρνούμαι κατηγορηματικά και δεν πρόκειται να δεχτώ,ακόμα κι αν καταφύγετε στη διακαιοσύνη.Εξάλλου δεν αποδέχομαι κλοπιμαία.
Με τους πλέον φιλικούς χαιρετισμούς
Μαξ Μπράουν

σαύρες

15.1.11

une femme




- Είσαι άτιμη ( Tu es infame )

- Όχι , είμαι γυναίκα ( Νοn , je suis une femme )





13.1.11

Στην Χ. την ξανθιά




ξυπνώντας κραύγασες σαν το πουλί
κι έπεσες δίχως τέλος,σπασμένη και άσπρη,
από ΄σενα δεν απόμεινε παρά η κραυγή σου,
κι ύστερα από αιώνες να με πάλι
βήχοντας και με όραση κακή,ανασκαλεύοντας
παλιές φωτογραφίες:

δεν υπάρχει κανείς,δεν είσαι κανείς

Οκτάβιο Παζ


Το καλοκαιρινό μας τραίνο,μας περιμένει στη γωνία.
Αφουγκράσου τα γέλια του τότε,τις πνιχτές κραυγές μας.
Διαχωρισμένοι κύκλοι και εμείς στο κέντρο.
Ήταν το πρώτο μας ταξίδι.
Τα πρώτα ενήλικα τεχνάσματα.
Στεκόμασταν αποπροσανατολισμένοι
και εγώ σου φώναζα και εσυ μούτρωνες
και είχε μέσα έξω παντού μια ζέστη αφόρητη.
Γυρνούσαμε στάζοντας με τα μικρά τσαντάκια μας
και πίναμε παγωμένο τσάι και καυτό ρακόμελο.
Αυτό ήταν το σημείο που τελείωνε ο κόσμος,
η αρχή η δική μας.
Γι'αυτο και μόνο στάσου στο τώρα
μ 'ανοιχτό στόμα
και χέρια διάπλατα στον ουρανό.
Τι φοβάσαι;
Γιατί κλαις;
Έχεις απόθεμα παρηγοριάς
και το κουβαλάς μέσα σου.
Εεε μικρή,άμυαλη και αργοπορημένη!
Έχεις τα πάντα αρκεί να μου τα ζητήσεις.
γιατί για ΄σενα
ακόμα και στην αυτοκαταστροφή σου
συμμετέχω.

#1 κάθε φορά που βλέπω αυτό


σκέφτομαι να το κανω μετονομασία σε '' αχ καλέ η χριστίνααα!! '' και ύστερα να αλλάξω τον παρελθοντικό χρόνο σε καθημερινό..

δεν ξέρω ίσως τελικά να είναι και το στυλ που λέει ο σφολιάτας(κορές για όσους δεν κατάλαβαν.μοχοχ) οτι έχεις όταν αργείς , που ακόμα δεν σε έχουνε βρει διαμελισμένη στα χωράφια >.<

la nuit


Ήταν μια νύχτα σαν χιλιάδες άλλες νύχτες.
Εκείνη με ένα πρόσωπο γεμάτο θαλασσιές κουκκίδες και αλογοουρά πιασμένη ψηλά,καθόταν με πόδια κλειστά,ελαφρώς λυγισμένα στα δεξιά,σε έναν μπεζ ξύλινο καναπέ.Τα κλειστά μάτια φανέρωναν έναν βαθύ υπαινιγμό,ο οποίος τύχαινε να συμβαδίζει με τα μακρυά σκούρα ματοκλαδά της.Η μεταμεσονύχτια αυτή τελετή των ανασηκωμένων φρυδιών της σε πλήρη συνεργασία με τα νεκρωμένα νεύρα των ματιών της,θα έδινε στη νύχτα αυτή την αίσθηση της καθημερινής ρουτίνας,της νύχτας που αδιάφορη συνεχίζει να αρκείται σε ένα χλωμό,μισό φεγγάρι.Στόμα δεν είχε.Απουσίαζε εκείνη τη βραδιά.Βέβαια λέμε απουσίαζε και όχι δεν υπήρξε ποτέ διότι κάτι μυτερές κοκκινισμένες άκρες χειλιών,δίπλα στα ζυγωματικά πρόδιδαν την ύπαρξη του.Ναι λοιπόν ,ίσως αν την κοίταζες στο άνω μισό μέρος της κεφαλής της,απογοητευόσουν,μα οι άκρες των χειλιών της,δεν μπορούσαν να σε αφήσουν ασυγκίνητο.Η μύτη δεν μας προκαλεί κάποιο ενδιαφέρον.Ελληνική πάντως δεν ήταν.Γαλλική; Ίσως.Σημασία έχει πως το βλέμμα τη προσπερνούσε ανενόχλητο,συνεχίζοντας τη καθοδική του πορεία.Η αλήθεια είναι πως διέθετε ένα ζευγάρι αξιοθαύμαστα αυτιά,ικανά να βαστάξουν δυό τρύπες το καθένα,χιλιάδες απρεπείς ψιθυρους,ανερχόμενους εραστές και χιόνια παντώς καιρού.Η μητέρα της,την ζήλευε για τα αυτιά της.Όσο για τα χείλια;Γι αυτά ένιωθε απλά υπερήφανη.Άλλο αυτό.Καθόταν λοιπόν στον καναπέ,με χέρια ακουμπησμένα,ευλαβικά στις πλάτες των μαξιλαριών και δάχτυλα ωχρά,ελαφρώς κιτρινισμένα στις άκρες.Σε έναν σταθερό τόνο εισπνοής-εκπνοής,φαινόταν πως απολάμβανε το κρύο χώρο ενός συνιθισμένου καθιστικού,κάποια συνιθισμένη νύχτα.Αν με ρωτούσατε να σας περιγράψω την ενδυμασία της ,μάλλον θα σας γελούσα.Ένα φουλάρι τυλιγμένο σφικτά στο λαιμό της,ξεχώριζες και ένα είδος μωβ, βελούδινου φορέματος που απλωνόταν άχαρο στις γωνίες.Εντυπωσιακή ήταν η ύπαρξη παπουτσιών.Απλά,μαύρα,στιβαγμένα με μια αίσθηση αδιαπέραστης μοναξιάς στα πόδια της.Δεν ήταν μόνη.Ένα παλιό ραδιόφωνο ήταν τοποθετημένο στο πατωμα,κλειστό,λίγο πιο δίπλα της.Σαν κάποιος επίτηδες να το είχε αφήσει εκεί,σαν άνθρωποι να το έιχαν βγάλει βόλτα στα δωμάτια,μήπως και καταλάβουν επιτέλους τι μπορεί να προσφέρει αυτή η συσκευή.Του φερόντουσαν σαν κατοικίδιο,παρά σαν μηχανή χαράς και τραγουδιού.Έπιπλα τριγύρω,λιγοστά,άκομψα τοποθετημένα στο χώροΣαν στο κουκλόσπιτο ενός εξάχρονου παιδιού.Όχι δεν ήταν μόνη.Από πίσω της,πίσω από τη στριφογυρισμένη πλούσια κομή της,στεκόταν όρθιος,ένας άντρας.Και πίσω από αυτόν υπήρχε μια κρεμάστρα ασυνίθιστη,άδεια από ρούχα,μα γεμισμένη απο κλειδιά.Κλειδιά μεγάλα,μικρά,για πόρτες ασφαλείας,για γκαράζ,για γραμματοκιβώτια,για λουκέτα,για αλυσίδες ποδηλάτων,για ημερολόγια.Κλειδιά καινούργια,σκουριασμένα,με χρώματα,με σχήματα,με γυμνές,με ήρωες..Η κρεμάστρα ίσως είχε και μια κλίση προς τα κάτω,έτοιμη να παραδώσει το βάρος της στο δάπεδο,δυστιχισμένη για την παραμονή της σε μια θέση που δεν της άρμοζε.Ανάμεσα λοιπόν σε εκείνην και στην κρεμάστρα,έστεκε αυτός.Όταν τον κοίταζες συνολικά,σου θύμιζε κάτι απο Μπιτλς εμπλουτισμένο με κάτι αισθητά απαγορευμένο .Ήθελες να τον αγγίξεις και να αφεθείς σε αυτή την επαφή για αιώνες,μα δίνοντας του μια δεύτερη ματιά,αντίκρυζες μαζί με όλα τα άλλα και κάποιο είδος πνευματικής εξαφάνισης που καρφωνόταν στα κύτταρα σου και σου φώναζε για έλεος.Η αλήθεια είναι πως ήταν λιγάκι κοντός,πράσινος και ισχνός.Μα ήταν αυτό,μαζί με όλα τ άλλα,που τον έκαναν τόσο ξεχωριστά,ένα αγρίμι,ένα πλάσμα χωρίς τον χαρακτηρισμό άνθρωπος.Mεγάλο μέρος των ποδιών του,καθώς και τις πατούσες του,δεν μπορούμε να διακρίνουμε,λόγω του όγκου που υπήρχε μπροστά του.Μυστήριο παραμένει επίσης ποσοστό από τη κοιλιά του,μιας και εκείνη με το κεφάλι της υπερηψωμένο,το έκρυβε ίσως και θελημένα.Αυτός λοιπόν διέθετε ένα αβάσταχτα περίεργο όνομα,λουσμένο με μικρές ακατανόητες λέξεις.Άνοιγες το στόμα σου,έκλεβες ανάσες,μα αυτό αρνιόταν πεισματικά να ειπωθεί.Ήταν ένα όνομα χωρίς όνομα.Σε αντίθεση με αυτό,ο άντρας θαρούσες πως δεν έπαυε ποτέ να μιλάει.Δεν άκουγες θορύβους,μα έβλεπες συνέχεια ένα στόμα ανοιχτό,με χείλια εξογκομένα και μια γλώσσα να γλιστράει ζαλισμένη στα τοιχώματα του στόματος.Σε όποια γωνιά του δωματίου και αν τύχαινε να στεκόσουν και να τον κοίταζες, αντίκρυζες το ίδιο περίεργο θέαμα.Ήταν λοιπόν όλοι μαζί εκεί,ο καθένας μόνος του αλλά και σε συντροφιά με τον άλλον.Και η νύχτα έπεφτε και έπεφτε μα δεν έφτανε πουθενά.Ο θόρυβος σώπαινε και πλάγιαζε στα στήθη τους.Τα ρολόγια βουβά βάδιζαν έξω από 'κει.Οι εραστές ράβαν τα κορμιά τους έξω από ΄κει.Όλα κραύγαζαν έξω από 'κει.Μονάχα η γαλήνη απο τις ρυτιδωμένες τους καρδιές ξερνούσε μελάνι,δίπλα τους.Μονάχα οι πνεύμονες τους βάραιναν και οι αγκώνες τους έλιωναν μέσα τους.
Ήταν μια νύχτα σαν χιλιάδες άλλες νύχτες,όταν αναρωτήθηκε αν τελικά η ζωή τους είναι τόσο εύθραυστη τόσο μοναχικά ευαίσθητη όσο ο ήχος του κλειδιού στη πόρτα.

8.1.11

Ραφές εδώ χάσκουν




Στοχάσου.
Μια νύχτα σε ασπρογάλαζα κύματα.
Ανάσαινες βαριά
ροκανίζοντας το χρόνο.
Το ρολόι του τοίχου χτυπιόταν αθόρυβα
ενώ εσύ συνέχιζες να βαθαίνεις.
Σήκωνα το ποτήρι,
μα τα υγρά του έκαιγαν τον ουρανίσκο μου.
''Έλα να βγούμε στην ταράτσα'',είπες.
Είχε κρύο
και γυμνές βρύσες ξέβραζαν ζεστό κρασί.
Σπιθίριζες ψηλαφώντας με
και ξεδενόσουν βιαστικά.
Κάπου κάπου φλυαρούσες για θέατρο
και δάγκωνες δαντέλες από μουσκεμένα μαλλιά.
''Θέλεις;'',σε ρώτησα.
Έγνεψες αρνητικά
και άφθαρτος καμπύλωσες προς τα πίσω.
Οι αναμνήσεις που επιθυμείς,
μα δεν επιθυμούνται
σημαίνουν σιωπή.
Στοχάσου.
Μια μέρα μεσημέρι,
με ακίνητες σκιές.
Τη γαλήνη.


#1: τα νεύρα μου ίσως είναι άσχημα,μα εγώ λάμπω.

3.1.11

διατηρώντας τα πράγματα μισά


Της απουσίας σου έχω το σχήμα,
και εσύ τρέμεις στη μέση του καλοκαιριού.
Πανάλαφρος αφήνεσαι
και μου προσφέρεις ελαφρά ποτηρι στα χείλη.
Μόλις μια στιγμή
και γυμνή ξαπλώνω στα γυαλιά.
''Ο κόσμος αλλάζει''λες.
Δεν σε πιστεύω,αλήθεια.
Σου δείχνω ηλεκτρισμένους περαστικούς
που μπουσουλώντας αναζητούν τη δόση τους
και χωρίς φόβο γλειστρώ αθόρυβα πλάι τους.
Ο λαιμός σου ταράζεται
και αιφνής ρίχνεσαι στην πλάτη μου.
Χλωμός,με τον αγκώνα σου
πιέζεις τα κόκκαλα μου.
Να μιλήσω δεν μπορώ.
Ούτε να δω.
Οσφραίνομαι μονάχα τον ιδρώτα σου
που στάζει στα μαλλιά μου
σαν χιλιάδες ουρλιαχτά που ζητούν απελευθέρωση.
Και ξαφνικά γίνεσαι εγώ.
Πεθαίνεις ανάμεσα στα δόντια μου
και μένω χωρίς στόμα.
Με τρέφεις με λίπος
και μου εκτοξεύεις τους αστραγάλους μου.


Και σε ρωτώ γιατί να στριγκλίζεις μέσα μου μονάχα όταν σε θυμάμαι;