ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

29.12.10

Ίλιγγος θανάτου


Μια πόλη εγκλωβισμένη σε στροφές.Στροφές γεμάτες μορφές,οι οποίες ελεύθερες τινάζουν την σκόνη από τα γυμνά τους σώματα.Γυμνά σώματα περιχυμένα με οινόπνευμα και σκουριά.Οινόπνευμα μάυρο και σκουριά γαλάζια.Δέντρα άυπνα.Άυπνα σε μια άηχη πόλη.Άυπνοι γίγαντες με μουστάκια και μελόν καπέλα.Ρουτίνα από φτηνά τσιγάρα,ξεχασμένα σε καπνοθήκες και σύννεφα.Σύννεφα με μισούς ήλιους και ακούρδιστα ρολόγια.Ρολόγια με τέσσερις δείκτες και τρεις λέξεις.Παρελθόν.Παρόν.Μέλλον.Τρεις λέξεις σταματημένες στην άγνωστη τέταρτη.Παρελθόν.Παρόν.Μέλλον.Και ύστερα;
Σήκωσε τους ώμους στους εργάτες και ψέλισε.

΄΄Φοβάμαι πως μια μέρα ο χρόνος δεν θα μπορεί να αλλάξει παρα μόνο τον εαυτό του΄΄

Ακούστηκαν πριόνια να καρφώνουν,σφυριά να ξηλώνουν, καρφιά να ξεβράζουν μπετόν και ύστερα η άηχη πόλη σκεπάστηκε από ένα διαρκές γκρίζο ουρλιαχτό.Ο τέταρτος δείκτης είχε σταματήσει σε μια λέξη.

΄΄Άυτό θάνατος΄΄

Όλα ήταν προσχεδιασμένα.Θα τελείωναν όπως είχαν εξ αρχής ξεκινήσει.Με ένα τίποτα.

21.12.10

μια ασπιρίνη πριν τη συντριβή,παρακαλώ !

Κλείδωσε τη πόρτα.Άφησε μια ρουφιξιά κρυμμένου τσιγάρου να απλώνεται στην είσοδο και έφυγε.Ο κόσμος έξω βούιζε.Δεν έβλεπες κανέναν,μα αισθανόσουν μια διαρκή επαφή με στενά ανθρώπινα άκρα.Η λίμνη στεκόταν αμέτοχη,παρακολουθώντας την ερήμωση των υγρών της.Η απουσία της κένωνε τα πάντα.Ρουφούσες και ρουφούσες μα τελικώς άνοιγες το στόμα σου και ξερνούσες το τίποτα.Πως είναι να τρέχεις στην άμμο με παπούτσια;Μα δεν τρέχεις στην άμμο με παπούτσια!Γιατί;Γιατί έτσι.Το έτσι δεν είναι απάντηση.Μμμ ξεφώνισε και σωριάστηκε στη ταράτσα.Το άσπρο σπίτι κουνιόταν αρνούμενο την αποχώρηση του από την όχθη των νερών της.Ξαφνικά έβαψε τα μαλλιά της λευκά και τρόμαξε κάτι μαύρα πουλιά.Ξεχύθηκε στα ασπρόμαυρα φρύδια που τη κοίταζαν μέσα και έξω και κατέβασε το κεφάλι στους αστραγάλους.Έτσι που είχαν αράξει τα ψάρια με ορθάνοιχτα μάτια στη στεριά,μύριζε περίεργα.Πετρέλαιο έσταζε ο ουρανός και έβλεπες σκαμένα χαντάκια κάτω από βράχους.Είχε πάψει να γελά,να ουρλιάζει,να σιωπά.Και δεν την ένοιαζε καθόλου.Ποια ήταν αυτή που θα πήγαινε κόντρα στα όργανα;Χώμα.Και χέστηκε κιόλας.

8.12.10

όταν το ταβάνι κλαίει


Μια πολυθρόνα ξεχασμένη σε μια ανελέητη μοναξιά.
Δεν καθόταν σε τίποτα προβλέψιμο παρά σε εσοχές ή εξοχές βράχων.
Διέσχιζε τους στενούς διαδρόμους του σπιτιού,κρατώντας πάντα ένα βιβλίο με σκληρό σταχτί εξώφυλλο.Η ίδια διαδρομή κάθε ξημέρωμα στης 2.
Φορούσε εκείνα τα γυαλιά μυωπίας που εκείνη αγαπούσε.Θα μπορούσε κανείς να πει πως είχαν πλέον γίνει μια ακαθόριστη μάζα με το πρόσωπό του.Ένας ανάγλυφος όγκος που της άνηκε.
Κουβαλούσε πάντα μαζί του,ένα μαύρο κοτλέ παντελόνι με γεμισμένες τσέπες,φουσκωμένες απο γόπες.Όλες ξένες.Άλλες γνωστών άγνωστων,άλλες κοκκινισμένες από το κραγιόν της άλλες ξεχασμένες από ξενύχτια.Περπατούσες πλάι του και ένιωθες πως θα βουλιάξεις μαζί του σε μια θάλασσα τελειωμένων τσιγάρων.
Η ζωή του ήταν συνδεδεμένη με μια πικρή ακαταστασία.Άμα την γευόσουν,μπλεκώσουν με το χάος και ύστερα έπρεπε να ξεπλυθείς με τόνους νερό για να ΄ρθεις στα λογικά σου.
Έκείνη,ήταν μονίμως τυλιγμένη με μια γαλάζια πετσέτα.Η καθημερινή της επαφή με το σωτήριο υγρό την είχε στιγματίσει.Το δέρμα της είχε πια ζαρώσει κάνοντας το να μοιάζει με αυτό της μητέρας της.Τα μάτια της είχαν γίνει μια κόκκινη λίμνη.Κοίταζες μέσα τους και σκεπαζώσουν από ένα μαυριδερό ρεύμα.Ρούχα δεν φορούσε ποτέ.Όλα ήταν απλωμένα πάνω στα ζεστά σώματα των καλοριφέρ και θα ΄λεγε κανείς πως όχι απλά έμεναν το ίδιο υγρά αλλά μετέφεραν και τη χαμηλή θερμοκρασία τους,τριγύρω,στα δωμάτια.Τα παπούτσια της ήταν στιβαγμένα στο μπαλκόνι,με μια ελαφριά κλίση(πάντα προς τα μέσα) και στράγγιζαν.
Όλοι τη θυμούνται με εκείνη τη γαλάζια πετσέτα,να γυροφέρνει στις πλατείες,κόβοντας κλαδία.Με μαλλιά γκρίζα να στάζουν από παντού.
Ξέρουμε για ΄κεινη από απλούς ανθρώπους που έτυχε να την συναντήσουν στο δρόμο τους.Μα όλα αφορούν αυτά αφορούν τη μορφή της,τη παρουσία της στο χώρο.Για την απουσία της γνωρίζουμε λίγα, και αυτά βγαλμένα από μια κόλλα χαρτί.
Μπορεί λοιπόν, να ζούσε τυφλωμένη από το χάος του,μα ήξερε καλά πως ακόμα και αν μάζευε τούς ήχους από το βιολί του και τους άπλωνε με δύναμη πάνω τα σκούρα χαρακτηριστικά του,ακόμα και έτσι δεν θα κατάφερνε να δημιουργήσει τίποτα περισσότερο από ακαθόριστες μάζες των άνω και κάτω άκρων του.
Πολλές φορές φώναζε ''Πάψε να σχεδιάζεις εναέριες καταστάσεις.Σταμάτα να ερωτεύεσαι το ξύλο και να παρενοχλείς τις χορδές τριγύρω σου.Κρυώνω,δεν με βλέπεις;Κολυμπώ μέσα μου.Αποδεσμευσέ με!''και ύστερα βυθιζόταν στην σιωπή των παραθύρων.
Εκείνος συνέχιζε να υφαίνει το άπειρο.Συνέχιζε να εισχωρεί στα τραγούδια από την τελευταία είσοδο,εκείνη τη στενή στην άκρη της σκηνής,σκεπασμένη με ένα μπορντό πέπλο και να στέκεται όρθιος,εγωιστικά,σαν τελευταία μόρια οξυγόνου.Κουνούσε έτσι το κεφάλι σαν ξενυχτισμένη σκιά και οι κόρες του διαστέλλονταν.
Περνούσε ο καιρός και έιχε πάψει να της μιλάει ή να της απευθύνει το λόγο.Ζούσαν στη σιωπή.Τρέφονταν από αυτήν.Οι δυο τους ενάντια στους εαυτούς στους.
Εκείνη ήταν γι αυτόν,οτι και αυτός για 'κείνη.Ένας Νοέμβρης πιο ζεστός από ποτέ.Ένα ετήσιο καλοκαίρι που θα άφηνε ανεξίτηλα τα συντρίμια του για αιώνες μετά.
Κανείς ποτέ δεν τους είδε μαζί.Στην αρχή τους άκουγαν,ύστερα απλά ένιωθαν τη παρουσία τους και τα τελευταία χρόνια τους είχαν πια ξεχάσει,θεωρόντας τους αγνωούμενους ενός σιωπηλού εμφύλιου πολέμου.
Το σπίτι τους στέκει πάντα στον ίδιο δρόμο,στο ίδιο στενό,μουχλιασμένο μέσα,έξω.Περνώντας από γύρω του,νιώθεις πως μέρα με τη μέρα χάνεται και κάποιο κομμάτι του,πως οι ιδιοκτήτες του το εξαφανίζουν και αυτό.Το τραβούν στο βυθό τους χωρίς κανείς να υποψιάζεται τίποτα.

Ίσως μετά από χρόνια στη θέση του βρούμε έναν γαλάζιο τοίχο τυλιγμένο με κισσούς και παιδιά να σκαρφαλώνουν ψάχνοντας για κάποια καλά κρυμμένη θέα από την άλλη μεριά,'ισως όμως και τίποτα.Ποιός ξέρει;

7.12.10

πολύ(;) φοβάσαι;


Είχες πει πως θα κάθεσαι στα σκαλάκια και θα μαζεύεις τα πόδια σου μέχρι τα γόνατα να ακουμπήσουν στο δικό μου πηγούνι.Είχες πει πως έτσι θα κρυβόμαστε από το φως και τα πεσμένα φύλλα.Σήμερα τα σκαλάκια κοντεύουν να λιώσουν από την ανυπαρξία και εσύ χαμογελάς στα ψέματα σου.Χαμογελάς και σε 'μενα και με βλέπεις σαν το τέλος που φωτεινό θα σε συντρίψει.Δεν κουβαλώ φως μαζί μου.Οι τσέπες μου είναι άδειες.Το βάρος μου οφείλεται σε πέτρες κρυμμένες στα μάτια μου.Ακόμα και όταν με σκορπάς στους τοίχους και περιμένεις να λάμψω ,εγώ πάλι συνθλίβομαι σαν ακαθόριστος όγκος στις γωνιές και μεθώ.Τι περιμένεις λοιπόν ; Δεν είμαι εγώ το μεγάλο παράθυρο που σου φωνάζει τις νύχτες.Το λευκό ποδήλατο που θα σε σώσει.Άσε τα καλώδια που κρατάς πεισματικά,μπροστά μου.Μεγαλώσαμε.Δεν θα 'πρεπε να 'ταν έτσι,το ξέρω.Μα θέλει ακόμη, πολύ φως να ξημερώσει και βαρέθηκα να προσπαθώ να σε πείσω πως με χρειάζεσαι.Ναι.

και είναι τελικά αυτή η μετριότητα που σε σκοτώνει.