ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

30.9.10

άτιμε κόσμε

Ξυπνάω μεσημέρι.Ολόγυρα σπασμένοι καθρέφτες.Όπου και να κοιτάξω,αντικρίζω τις χθεσινές πληγές.Ανέγγιχτες.

Περπατάω.Εύκολο είναι.Τρίζουν τα σίδερα και τα πατώματα και κάθε στερεό σώμα το οποιό ακουμπώ.Ψηλαφίζω διακόπτες.Χώνω τα χέρια μου στις μπρίζες.Στεγνές είναι.
Στο μπαλκόνι τυλίγομαι στα σίδερα.Σύννεφα.Πάλι πεσμένα στο κεφάλι μου.Φωλιές στα μαλλιά μου.

Πουθενά η λέξη ήχος.Τους οικειοποιήθηκες όλους.

Ζωγραφίζω.Έχω καιρό να μουτζουρώσω με λάδια τις κραυγές μου.Να καρφιτσώζω πινέλα στα μάτια μου.Ζωγραφίζω.Ξεσπάω στα χρώματα και βάφω το παρελθόν.

Νυχτώνει.

Παιχνίδια που κρατούσα μικρή,που έκαιγα με τα χέρια μου,τα βλέπω τώρα αραδιασμένα σε κουτιά.Μισώ τα κουτιά.Μισώ κάθε αποθηκευτικό χώρο που φυλακίζει τις στιγμές μου.Κρατάνε το παρελθόν μου,το αφήνουν να σκονίζεται,να διαστρεβλώνεται και ύστερα ξαφνικά,παρουσιάζονται μπροστά μου και μου ζητούν να το βάλω σε τάξη.Πάλι από την αρχή.
Τραβάω τα φώτα από το ταβάνι.Σχίζω χαραμάδες,από πόρτες αραχνιασμένες.Μπουκώνομαι με χώμα.Γεωπόνος είμαι.Τα παω καλά με το χώμα.

Ακόμα δεν ξημερώνει.

Οι κουρτίνες που κατέβασα για να πλύνω ,μια βδομάδα πριν,κείτονται ακόμα στο μπάνιο.Τα πάνε καλά με τους ήχους αυτές,βλέπεις τσαλακώνονται και μαυρίζουν.
Πρέπει να τις πλύνω.Πρώτα όμως πρέπει να πλύνω τις πληγές ,να ρίξω νερό στα χέρια μου και ύστερα βλέπω για τις κουρτίνες.

Τι ώρα είναι;Μα που χάθηκαν τα ρολόγια;Που χάθηκε το τικ τακ,που λίγο καιρό πριν μας ακολουθούσε παρέα;Το πήρες και αυτό μαζί σου;

Στο παράθυρο στέκει η Κρήτη μου.Μου χαμογελάει και μου κάνει νόημα να πλησιάσω.Κρατάω τις ανάσες μου και κατευθύνομαι στο μέρος της.Με δένει σφιχτά,πλησιάζει τα τρια κεφάλια της στα αυτιά μου και ψιθυρίζει ''Κορίτσι μου,τα ρολόγια όλα βρίσκονται καρφιτσωμένα πάνω σου।Μα δεν σε ακούς ;'' Γυρνάω απότομα και την κοιτάω στα έξι μάτια της ''Τι λέει η τρελή!'',σκέφτομαι,μα ξαφνικά θυμάμαι.
Είμαι η φυλακή του χρόνου.Τον κρατάω στα κύτταρα μου και τον κάνω οτι μου γουστάρει.Τον γυρίζω και τον σπρώχνω.Τον τρελαίνω.Ναι μου ΄χες πει πως έτσι χάνω δευτερόλεπτα.Χάνω ουσιαστικές,απειροελάχιστες στιγμές,γεμάτες ζωή.Μα ποιος τις χέζει και αυτές τώρα!Εδώ έχασα εσένα.
Έφυγε και η Κρήτη .Με εγκατέλειψε και αυτή ,σωριασμένη στα παράθυρα.Πήρε τις θάλασσες τις πίσω,ολόμαυρες,από στάχτες.Κάποτε καμάρωνε για τα χρωματιστά μπρατσάκια μου και τώρα με μισεί που την νέκρωσα,που την μαύρισα.

Άτιμο χρώμα το μαύρο.Τα ρουφάει όλα, αφήνει ένα κενό να στέκει αγέρωχο,με ορθάνοιχτα μάτια,να σε τρομοκρατεί.
Άτιμα όλα τα χρώματα.
Άτιμος και εσύ που τα ντύνεσαι(κάθε μέρα και άλλο).
Άτιμη και η μαμά μου,που δεν μου λέει,που έχει κρύψει τα πρώτα τετράδια ορθογραφίας μου.
Άτιμη και εγώ που μένω μωρό και χάνω τον εαυτό μου και δεν παίζω με τον αδελφό μου και καπνίζω και πίνω και σαγαπώ.

Άτιμα όνειρα.

28.9.10

λύθηκε η απορία

Χθες στο λεωφορείο,διάβασα σε ένα από 'κεινα τα λεπτά φρι περιοδικά ,που κανείς δεν φαίνεται να τους δίνει σημασία
πως τα γουρούνια είναι τα μόνα ζώα που μπορούν να καούν από τον ήλιο .

Εμ άντε στο καλό πια και αναρωτιόμουνα τόσο καιρό, πως γινέται και γύρισες από τις διακοπές σου κατακόκκινος !!


φακτ # 2 :
I dont hate you.I hate what youve done to me

27.9.10

ο ακορντεονίστας


Γυρνάει στους δρόμους.Πάντα φορώντας ένα φαρδύ,μαύρο,κοτλέ παντελόνι,ελαφρώς σκισμένο στις άκρες,κόκκινα αθλητικά,και πουκάμισο ανοιγμένο ψηλά,με κατεβασμένο γιακά.

Αδύνατος,σχεδόν ισχνός.Μάτια γαλάζια με κάτι ολόμαυρες κηλίδες στο βάθος.Βλέμμα χαμένο,ψεύτικα μακιγιαρισμένο.Στόμα λεπτό,αχρησιμοποίητο και πάνω από αυτό θεόρατο στέκει ένα χοντρό μουστάκι,σκούρο γκρι.Τα μαλλιά του μάυρα,σγουρά,μπλεγμένα με αγκάθια.Κάθε μέρα εκεί.Στην ίδια θέση.Στάσιμα.

Κουνιέται παράξενα.Τα πόδια του,τα χέρια του,όλο του το είναι,γεννημένο για έναν σκοπό,για έναν ρυθμο.
Γυρνάει.Κουβαλάει σχήματα και κουβάδες με χρώματα.Τα κρύβει κάτω από το πουκάμισο,εκεί δίπλα σε κλεμμένα φιλιά,γιατί ξέρει πως με λίγη μπογιά αν βάψει έναν τοίχο,σφαίρα αν κάνει την γη,θα κυνηγηθεί και ύστερα αιωνίως θα κυνηγάει.

Περνώντας κάτω από μπαλκόνια,τα χαρακτηριστικά του αίφνης εξαφανίζονται.Αόρατα αφήνονται σε ένα κενό,μετέωρο,που στέκει ανάμεσα σε αυτόν και σε αυστηρά πρόσωπα.

Σε μέρες γιορτινές ή συνήθως Σάββατα,όταν η περασμένη νύχτα,γεμάτη από αναστεναγμούς,αισθάνεται χορτάτη,κάτι κυριές,γύρω στα 50,δειλά δειλά κλέβουν παλιούς ρυθμούς από έρωτες και γιασεμιά και σιγοτραγουδούν,καθώς διώχνουν την σκόνη από την καθημερινότητα ή ξεθάβουν μυστικά ρουφώντας πικρό ζουμί από λευκό φλιτζάνι.
Αυτός ακάθικτος,χωρίς να αντιλαμβάνεται το χορό που στήνει,τους ηθοποιούς που πλάθει,συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα προβλήματα ενός κουβαλητή,ενός κουβαλημένου.
Αυτός,δεν ταράζεται από φωνές.Από άχρηστους φθόγγους.
Γυρνάει.
Καμοιά φορά οι κατηφόρες,φαίνεται να τον τραβάνε,να τον σπρώχνουν,μα υπάρχει παντού,σε κάθε γωνιά,μια θάλασσα να στέκει αμίλητη,αρωγός,δεκανίκι για κάθε του παραπάτημα.

<συνεχίζεται>

25.9.10

όλα τα δεν



Δε θα 'πρεπε να ΄μαι εγώ εδώ,να βλέπω αυτά τα σπίτια.
Θλιμμένα μπαλκόνια απέναντι,ακατάστατα κεραμύδια και σκιές αποτυπωμένες σε ταβάνια.Τόσα χρόνια πια.Τόσο γνώριμα όλα αυτά.
Καθημερινά.
Ο ίδιος ουρανός που σε πλακώνει.Η μπύρα ξεχασμένη στο τραπέζι.Στο ίδιο μέρος.
Και ύστερα τα πρόσωπα.
Αυτές οι αργοπορημένες παρουσίες που μοιράζονται τις στιγμές σου

Δε θα 'πρεπε να μιλώ για αυτές.
Με φέρνουν όλο και πιο κοντά στην απόγνωση,στο αόρατο χάος.
Δρόμοι,λερωμένοι από τα παπούτσια μου,από τα σαπισμένα όνειρά μου.
Και προχωράω..
Λεωφορεία με ίδια νούμερα.Κρατάω σίδερα γνωστά.Καταλαμβάνω θέσεις λερωμένες.
Δε θα 'πρεπε σου λέω να τριγυρνάω σε αυτά τα μέρη.
Όχι

Στο νησί αυτό θα 'πρεπε να 'μουνα, σου λέω !
Να μιλώ με τα λιοντάρια.Να κρύβω τα μυστικά τους στις αγορές.
Στο κάστρο να σκορπάω τις αναμνήσεις μου και στο λιμάνι να σκηνοθετώ τις κινήσεις της φυγής μου.
Τα πρωινά να λούζομαι τα ατελείωτα καλοκαίρια.
Τα βράδια να κοιμάμαι με αριθμούς.

Στο νησί αυτό.
Εκεί χαμηλά στις απέραντες θάλασσες.




το ονομά σας ;

Κάθε μέρα συναντώ το όνομά σου.Κάθε μέρα και από την αρχή.
Πρόσωπα μου απλώνουν χέρια,ντύνονται με το χαιρέκακο ύφος τους και φωνάζουν ΄΄.....΄΄ (το όνομά σου)
Κουνάω το κεφάλι μου,προσποιόυμαι με ένα χαμόγελο γλυκό ως τα αυτιά και με αληθινό ξαφνιασμό ρωτώ ΄΄Πώς είπατε;΄΄
Ω μα ναι.Δεν άκουσα συγγνώμη.Συγγνώμη μα έχω πρόβλημα βαρηκοΐας.Συγγνώμη μα η μουσική ουρλιάζει και ο χώρος παρα είναι στενός για να το αντέξει.
Εντάξει συγγνώμη που απλά σιχαίνομαι τους φθόγγους σου.
Κατάρα.
Μου προσφέρουν τσιγάρα,από μάρκες άγνωστες και χλωμούς αναπτύρες που καίνε στα χέρια μου.Προφέρουν αριθμούς,με ντύνουν με ευχές και ύστερα ζητάνε να κοπώ κομμάτια και στον καθένα να χαρίσω από ένα.

Βαρέθηκα.Αγανάκτησα.Σιχάθηκα

Εγώ εσένα θέλω γαμώτο !
και μάλιστα ολόκληρο.Όχι κομμάτια.



φακτ # 1 : im not going to give up on you

22.9.10

πράσινος χρόνος

Tικ τακ - Βάζω τη μουσική που μισείς και χορεύω
Τικ τακ - Χοροπηδάω στο κρεβάτι σου,που συνεχίζει να τρίζει απελπισμένο
Τικ τακ - Ανοίγεις τη πόρτα.Εισβάλεις στο χώρο
Τικ τακ - Αδιάφορο βλέμμα.Ψυχρά χείλη
Τικ τακ - Αλκόολ
Τικ τακ - Κλειδώνεσαι στο μπάνιο
Τικ τακ - Γέμισες το πάτωμα λάσπες
Τικ τακ - Το καφέ παντελόνι σου σέρνεται στους τοίχους
Τικ τακ - Βγαίνεις.Στάζεις.Τρέμεις
Τικ τακ - Κολλάς πάνω μου
Τικ τακ - Μου πιέζεις τα πνευμόνια
Τικ τακ - Ουρλιάζεις μέσα μου
Τικ τακ - Σηκώνεσαι.Κλείνεις τη μουσική
Τικ τακ - Με παρατάς στα σεντόνια
Τικ τακ - Υγρό δωμάτιο.Μουσκέμα από τα μαλλιά σου
Τικ τακ - Μετρώ σταγόνες.Μια ,δυο ,τρεις...
Τικ τακ - Βρίζεις.Με βρίζεις.
Τικ τακ - Φοβάμαι.Σε φοβάμαι
Τικ τακ - Πουτάνα.Πουτάνα.ΠΟΥΤΑΝΑ
Τικ τακ - . . .
Τικ τακ - ; ; ;


Σκάσε γαμώ το τικ τακ μου γαμώ !

20.9.10

μισώ τα ψεματά σου ;

- Τι είμαι εγώ για 'σενα ;

~Δηλητήριο,απο 'κεινα τα πράσινα,στα μικρά μπουκαλάκια.Δυο μάτια που καρφιτσώνονται στα χείλη μου και με βυθίζουν.Σταγόνες που με πνίγουν.

-Σταμάτα.Μην μιλάς.Απλά σκάσε.Σκάσε σου λέω !

Ψεύτη
Ψεύτη
Ψεύτη

17.9.10

χαρακιά




Ένα κενό ξεσκίζω.
Μια ξεχασμένη χαραυγή τρυπώ στα αυτιά σου॥

Και κοιμάμαι .


Με ένα λευκό μαντήλι δένω τα μάτια μου

Με ένα λευκό μαντήλι δένω τα μάτια μου.
Εξαντλημένη,ανεβαίνω τις ξύλινες σκάλες.
Αχνιστός καφές χύνεται στις γάμπες μου
και εσύ τρέχεις με πετσέτες να με σκουπίσεις.
Οχι.
Σου ζητώ νερό και σε φαντάζομαι να με κοιτάς με βλέμμμα απορημένο.
Νερό.Πολύ νερό θέλω.
Να γίνουμε ορμητικά ποτάμια,
να βυθίσουμε επιτέλους τα καράβια μας.
Κουβάδες φέρνεις.
Μα δεν φτάνουν.



Με ένα λευκό μαντήλι δένω τα μάτια μου.
Ανοίγω πόρτες.
Σπάω παράθυρα.
Τζάμια στο πάτωμα.
Εξουθενωμένος,πέφτεις στα γόνατα,με αργές κινήσεις τα μαζεύεις.
Ύστερα τα κρύβεις κάτω από τις μασχάλες σου.
Μεγάλα κομμάτια.
Μικρά κομμάτια.
Όλα μαζεμένα εκεί.
Πονάς.
Φαντάζομαι πως γέμισες με αίματα.
Η μπλούζα σου η μπεζ, με την μαύρη τρύπα πάνω δεξιά,έγινε κόκκινη.
Κόκκινη.
<<Μαρέσει πιο πολύ έτσι>> σου λέω
και εσύ συμφωνείς.

Με ένα λευκό μαντήλι δένω τα μάτια ΣΟΥ
και φεύγεις.

ένα τέλος

- Αντίο.(λες)

Πρέπει να πιστέψω σε αυτό το αντίο.στο οριστικό και αμετάκλητο.(σκέφτομαι)

~Μα μέχρι πότε σκοπεύεις να μου πατάς το κεφάλι ;(ρωτώ τελικά)


για πάντα για πάντα (ακούω φωνές)


11.9.10

μια ερώτηση παρακαλώ



Απλώνουν χαλίκια στον δρόμο.
Εμάς ποιος θα μας απλώσει;

9.9.10

παρανοΪκος παραλογισμός

Έξω είναι νύχτα.Μέσα όμως,ένα φως εκτυφλωτικό,δεσπόζει.Σε βλέπω να κινήσαι με έναν παρανοϊκό χορό,να γλιστράς γύρω γύρω,να χτυπάς στα έπιπλα,να προσγειώνεσαι στο ταβάνι.Μιλάς μόνος σου και παριστάνεις έναν καθωσπρέπει κύριο που προσφέρει φωτιά σε μια πόρνη.Μιλάς και μιλάς.Αλλάζεις ρόλους χορεύοντας και αίφνης σωριάζεσαι στα σεντόνια,ιδρωμένος.

Παρακολουθώ αμέτοχη,ώσπου χωρίς λόγο και αιτία,αποφασίζω να σε εκμεταλευτώ και έτσι κάπου εδώ ξεκινάω τον παραλογισμό μου.

Σκέφτομαι λοιπόν,πως αν βγάλω τα μάτια μου,τα βουτήξω στο μελάνι και ύστερα αργά τα στραγγίσω πάνω στο στήθος σου(εκεί δίπλα στην καρδιά),θα σχηματιστούν πρόσωπα και πορτοκαλί ουρανοί στο σώμα σου.Θα γίνεις(τόσο εύκολο ήταν τελικά!) ένας πίνακας,σαν αυτούς του Μοντιλιάνι,που θαυμάζω και αγαπώ και θα πάψεις να μου είσαι μισητός,σιχαμένος.

Έτσι με τη σειρά μου και εγώ θα γίνω ένας ''νέος'' Μοντί. θα καταφέρω να γελάω σαρκαστικά και να σε παρομοιάζω με το la mort .Θα θυμηθώ επιτέλους ποια ήμουν πρωτού σε γνωρίσω,τότε που είχα κοντά μαύρα μαλλιά,φορούσα μακρυά φορέματα με μάλλινα πουλόβερ από πάνω.

Ω μα ναι!Ξαφνικά θυμάμαι τα πάντα.

Τις κρύες νύχτες που γελούσες με την κόκκινη μύτη μου και με αποκαλούσες παλιάτσο.Εκείνο το απόγευμα στη θάλασσα,όπου ανεβασμένος σε έναν βράχο,μου απήγγειλες στίχους του Rembaud και ενώ εγώ έκλαιγα ,εσύ με ένα άλμα(σαν να πέταξες για δευτερόλεπτα το ένιωσα,αλήθεια) βρέθηκες δίπλα μου και με το κεφάλι σου ακουμπισμένο πάνω στο δικο μου,μου ψιθύρισες''αύριο να βάψεις τα μαλλιά σου κόκκινα,να ταιριάζουν με τα παπούτσια που φορας''.Και εγώ νωρίς το άλλο πρωί,έτρεξα να πάω να βρω κόκκινη χέννα,μα ήταν Κυριακή,όλα ήταν κλειστά και θύμωσα πραγματικά.Το βράδυ εκείνο ,ύστερα από τρεις με τέσσερις μπύρες,στο εξομολογήθηκα και σε είδα να λύνεσαι στα γέλια.

Πώς σε αγαπούσα τότε να 'ξερες!Όταν άναβες και έσβηνες φωτιές στα χείλη μου,ζωγράφιζες το προφίλ μου στην άμμο και ύστερα με ανάγκαζες να σε θάψω δίπλα του...

Ω μα για κάτσε.Νομίζω πως ξεγεύγω.Όλο αυτό άρχισε ως παραλογισμός,ως η απόλυτη εξοντωσή σου απο το μυαλό μου και τελικά να που καταλήγει σε δάκρυα και ποπ κορν.

Θα το τελειώσω όλο αυτό με μια φράση αγαπημένη,από βιβλία παλιά,κιτρινισμένα.

<<ΕΠΙΘΥΜΩ ΝΑ ΣΕ ΣΥΝΤΡΙΨΩ>>


Κατάφαση.
Η απερίγραπτη αυτή θέληση μου,με βασανίζει τέτοιες ώρες σαν και αυτές που μόνος σου στήνεις το δικό σου έργο.Γίνεσαι πρωταγωνιστής του εαυτού σου και ξεσπάς στο παρόν μου.Με απλές κινήσεις με μηδενίζεις,με εξαντλείς και ύστερα μου ζητάς(μα πώς τολμάς αλήθεια!)να σε διασκεδάσω,να γίνω η μούσα σου.

Όχι.Απλά όχι.

Ξέρω πώς τη νύχτα της συντριβής σου,εγώ η άγνωστη,θα δω στον καθρέφτη το πρόσωπο του θανάτου σου.Θα στέκω χλωμή,μεσ΄ το σκοτάδι,έχοντας έναν και μοναδικό σκοπό:
ΝΑ ΚΑΤΑΚΤΗΣΩ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΣΟΥ


Έτσι ήταν πάντα τα ονειρά μου,βλέπεις,πλασμένα να σκοντάφτουν στον ύπνο σου,στα κλειστά σου μάτια.