ανακατεύθυνση

ναυαγήσαμε στο σμήνος τρελών ανθρώπων

31.8.10

ξημερώνει;


''Δεν μένω πια εδώ'' μου είπες και άπλωσες τα χέρια σου πάνω στο ξύλινο τραπέζι.Είδα τα δάχτυλα σου να ταλαντεύονται με στρογγυλές κινήσεις και το πρόσωπό σου,πιο ήρεμο από ποτέ να τρεμοσβήνει στο φως
Σιχαίνομαι αυτή την ανεξήγητη αποφασιστηκότητα σου,τον τρόπο με τον οποίο κάθε μέρος του σωματός σου συμβάλλει στο να δωθεί το οριστικό τέλος.

Βγήκα στο μπαλκόνι και έμεινα να κοιτάζω απέναντι τα κόκκινα κεραμύδια.
Άκουγα μέσα την φωνή σου να διαστέλλεται και να συστέλλεται,πόρτες να ανοίγουν και απότομα να προσγειώνονται και ύστερα νομίζω πώς έπιασα σε δευτερόλεπτα και τα χείλια σου να προφέρουν το όνομά μου.
Μισώ το όνομά μου,όταν το ψιθυρίζεις.Το κάνεις να ακούγεται τόσο κενό,τόσο αδιάφορο.

Μα όχι .Τα κεραμύδια.Αυτή η ακλόνητη σταθερότητά τους.Αυτή η συμμετρία τους που σιγουρεύει την κάθε μου κίνηση.

Θα μείνω εδώ.Μ' ακους;Με 'σενα.Με τα κεραμύδια.

Μέσα ένας άλλος ξεσπάει στις αναμνήσεις μας.Μέσα ένας άλλος βυθίζει τα χρώματά μας.

Άφησέ τον.

Ας σβήσει,ας κάψει,ας πετάξει,ας γκρεμίσει τους τοίχους που ζωγραφίζαμε,τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που κλέψαμε στην Κρήτη,τα κόκκινα παπούτσια που μου έφτιαξες έκεινο το ζεστό απόγευμα,τα άδεια κουτιά μπύρας που κρεμάω στο σαλόνι,τα τσιγάρα που μισοσβημένα ξέχασες στο τασάκι.

Άφησέ τον λοιπόν.
Ξέχασέ τον λοιπόν.

Κατέβασε το κεφάλι,τόσο ώστε να το βλέπω να σέρνεται στο χώμα,πίασε μια μελώδια από 'κείνες τις παλίες ταινίες,άρχισε να τραβάς την φωνή σου,μπας και ξημερώσει επιτέλους.

20.8.10

αόρατη σκηνή


η απάντηση στέκει μετέωρη: Γιατί είναι κόκκινα τα μάτια σου;Πήραν το χρώμα των μαλλιών της;

παραμένοντας αναπάντητη,βγάζει τα συμπερασματά της και οδηγείται στην προτροπή: Ας βγάλεις τα μάτια σου λοιπον,με βαραίνουν .

η πράξη πραγματοποιείται μα η ψυχή,το σώμα βαριανασαίνουν: Τα έβγαλες,μα συνέχίζω να σέρνομαι γκρεμισμένη .

μετά απο δυο ώρες δώδεκα λεπτά και τριάντα έξι δευτερόλεπτα,ενώ η σιωπή συνεχίζει να βυθίζεται σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες,καταλαβαίνει όντας ολομόναχη με δυο μάτια κάτω από τον προβολέα πως: Η βραδιά απόψε όλο σκαλώνει .

συνεπώς απευθύνεται στα μέρη που ακόμα παραμένουν μαύρα από τα δικά της μαλλιά,παρά την ξεκάθαρη υπεροχή του κόκκινου στο σώμα του.Ίσως βέβαια απλά να σιγοψυθιρίζει φράσεις θνήτες,να καλοπιάνει την μοίρα,για να εξιλεωθεί: Κάνε κάτι .

οι τίτλοι του τέλους πέφτουν αργά,καπώς βασανιστικά θα έλεγε κανείς,χαράζοντας στον αέρα μικρούς κύκλους,ανορθόδοξους,που ζητούν απελπισμένα να τετραγωνιστούν .

16.8.10

σκοτεινό φως




Ο αέρας λιγοστεύει.Αλλάζει γεωμετρικά σχήματα και ξεχύνεται στους δρόμους.Μπλοκάρει στα στενά,τσουγκράει στα κτήρια,φυλακίζεται σε χέρια ανθρώπων.
Σαν κύκλος κυλάει στο σώμα σου,γίνεται σφαίρα και συ μελανιάζεις.
Αλλάζει χρώματα.Αλλάζει αποχρώσεις।
Σαν κόκκινο,κολλάει στον τοίχο σου,και βυσσινίζει.Σε βλέπω και σενα εκεί,να παραμένεις άχρωμος,μουντός,ουδέτερος.Μόνο στα μάτια σου μια όψη διαφορετική διακρύνω.Μια έντονη γυαλάδα.

Στο γαλάζιο,σφηνώνεται στα σεντόνια σου.Εσύ ξαπλώνεις και αυτό σε καταβροχθίζει.Εισχωρεί μέσα σου. Μια μελωδία ακούγεται από κάπου μακρυά.Την ακούς και εσύ.Το καταλαβαίνω από τις συσπάσεις του σώματος σου.Ακολουθείς τον ρυθμό,καθώς βυθίζεσαι. Το γαλάζιο αυτό λοιπόν,το βλέπω να γίνεται όλο και πιο βαθύ.Βαθύ δωμάτιο.Γίνεται μπλε.Σεντόνια μπλε.
Μα πώς γίνεται όλα τα χρώματα κοντά σου να βαθαίνουν; Όλα δίπλα σου να σκουραίνουν;Να τους κλέβεις το φως,μα εσύ να παραμένεις χλωμός,κενός,άθικτος; Πες μου λοιπόν,τι το κάνεις τόσο φως;

8.8.10

σύντομος διάλογος.


-Τι είναι αυτός ο θόρυβος;
-Είναι η νύχτα που σκορπάει τα χρώματα της στα σεντόνια.Αυτό το βαθύ
γαλάζιο της απουσιάς στο κρεβάτι μου.

σπασμένη σέλα.


ψάχνω παντού για το ποδηλατό σου,μα συνεχώς μου ξεφεύγει.

η χαμένη κλωστή.


Τη βρήκα στο δρόμο,εκεί στην γκρίζα άσφαλτο να στέκει αρρωστημένη.Ήταν Κυριακή βράδυ,ήμουν με μια μπύρα στο χέρι.Τα μάτια μου,βαριά,στραμένα ίσια κάτω,τρεμόπαιζαν στα φώτα της νύχτας.Δεν θυμάμαι τα χρώματα που γέμιζαν την μορφή μου,μόνο κάτι ήχους αποτυπωμένους σε χαρτιά εφημερίδων,σκορπισμένα στα πεζοδρόμια.Κοντοστάθηκα.Έσκυψα αργά και τη σήκωσα.Μου φάνηκε για δευτερόλεπτα,βαριά,ασήκωτη,έτοιμη να εκραγεί.Ρούφηξα σταγόνες μπύρας και τελικά την είδα να στέκει διπλωμένη στην παλάμη μου.Ζαλιζόμουν.Ο δρόμος γύριζε και αισθάνθηκα χιλιάδες βλέφαρα να ανοιγοκλείνουν.Θυμήθηκα παλιές φωτογραφιές,ξεχασμένες στα φιλμ,που αυτή κρατούσε σε ένα συρτάρι,εκεινα τα μικρά της χέρια να κρατάνε αγκάθια και εγώ να της φωνάζω.Τελικά την έβαλα στην τσέπη μου δίπλα στην φωτόγραφια της.

Το πρωί.Το τηλέφωνο χτυπούσε.Με ξύπνησε.Έβρισα Χριστούς,Παναγιές,όλα,μα ήταν αυτή.Η φωνή της με ηρέμησε.Χαρούμενη ακουγόταν,μα κατάλαβα πως ήταν λυπημένη.Μιλούσε και μιλούσε για ανθρώπους,σκύλους,κήπους και ταξίδια,για ξεχασμένα ποιήματα, κουτιά της γιαγιάς της και φορέματα.Δεν θυμάμαι πολλά,μόνο διάσπαρτες λέξεις που δεμένες μεταξύ τους,έβγαζαν νόημα.''ΈΧΑΣΑ'',''ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΑΚΙ'',''ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΚΛΩΣΤΗ'',''ΘΥΜΑΣΑΙ;'',''ΑΝΤΩΝΗ Μ'ΑΚΟΥΣ;'',''ΠΟΥ ΦΟΡΟΥΣΑ,ΣΤΟ ΠΟΔΙ!'',''ΣΤΟ ΔΕΞΙ।''.ντιτ ντιτ ντιτ.Παύση.Σιωπή.
Μα γιατί το ΄κλεισες;Σ΄ακούω,σ'ακούω!Οι ήχοι του ψυγείου με κουφαίναν.Σήκωσα τα μάτια.Φώναξα.''ΤΗ ΒΡΗΚΑ!'',''ΕΓΩ ΤΗΝ ΕΧΩ'',''ΕΓΩ ΤΗΝ ΕΧΩ ΣΟΥ ΛΕΩ!''

η σιωπή όταν την μοιράζομαι μαζί της.


Κρατάω ένα χέρι,άγνωστο,λευκό,ξεθωριασμένο.Το ακουμπάω απαλά.Φοβάμαι μην ξαφνικά,διαλυθεί μπροστά μου και το χάσω.Με τα δαχτυλά μου το χαιδεύω.Απαλά τα ακροδαχτυλά μου,διαγράφουν μια διαδρομή,ακολουθώντας γαλάζια μονοπάτια.Σκοπός μου να φτάσω στην παλάμη.Με περιμένει ανοικτή,ήρεμη,γεμάτη όνειρα.
Βλέπω το πρόσωπό της στραμένο στο κάθετο δρόμο και το δεξί χέρι της αφημένο με μια όψη νεκρή, πάνω στο αριστερό δικό μου,να μου ανήκει.Η σκέψη της ταξιδεύει.Το αντιλαμβάνομαι από την ανεξήγητη γυαλάδα των ματιών της,καθώς αυτά στέκονται ακίνητα,αφημένα στα φώτα τς πολης.
Θέλω να γυρίσει αργά το κεφάλι της.Τα μάτια της να σκαλώσουν απότομα στα δικά μου.Να μου ψυθιρίσει μικρές άδειες λέξεις,που εγώ δεν θα ακούσω και ύστερα ξαφνικά καθώς η σιωπή θα διαλύεται,θα χύνεται,θα κυλάει στους δρόμους,τα χείλη μου να αγκυστρωθούν στα δικά της.Να μείνουν εκεί ώρες,μήνες,ίσως και χρόνια μέχρι να νιώσω την ανάσα της να λιγοστεύει,να χάνεται,να ζητάει απελπισμένα τη δική μου.
Θέλω λοιπόν να γίνει δική μου,με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο και κάθε φορά να πλάθουμε μια σιωπή,όλη δική μας,να την φυλακίζουμε μέσα μας και αυτή εκεί ήρεμη,να διστάζει,να κοκκινίζει,να γελάει ακούγοντας τις σκέψεις μας και ίσως και να κλείνει τα μάτια της,όταν νιώθει εξαντλημένη.

7.8.10

μια απροσδόκητη φυγή


Κάθομαι στο μπαλκόνι,ακούγοντας τους ήχους της πόλης.Απέναντι το χτίσιμο της πολυκατοικίας μας έχει κάνει όλους υστερίκους.Η σκόνη είναι αφόρητη.Ξεχύνεται σε κάθε γωνια και κολλάει πάνω σου.Ευτυχώς φυσάει ένας αέρας δειλος και στο ψυγείο ξετρύπωσα έναν χυμό ανανά.
Κάθομαι και τα βλέπω όλα αυτά,και ακούω τις μουσικές των εργατών ,με ένα χαμόγελο στα χείλη।θα φύγω σήμερα.Για λίγες μέρες θα πάρω τον ξάδελφο μου και θα πάμε στο χωριό να δούμε την γιαγιά.Επιτέλους θα φύγω από την πόλη।Από τους αφόρητους θορύβους της,τους εξαντλητικούς ρυθμούς ζωής της.
Επιτέλους.
Αντίο λοιπόν σε αυτά τα λυπημένα δέντρα.Σε αυτό το δάσος-ήρωα.Στους εργάτες-σκυλιά.Στα λεοφωρεία-κόλαση.Αντίο σε όλους εσάς που τα βλέμματα μας ανταμώσαν στους δρόμους.Εγώ φεύγω τώρα.

κενό


Δεν γράφω πια.Ζωγραφίζω μόνο.Με νερομπογιές και λάδια.Καλύπτω την μοναξιά μου με χρώματα.Τα ανακατεύω,τα μπερδεύω και σε αυτές τις νέες αποχρώσεις που προκύπτουν,δίνω το ονομά σου. Μου λείπουν οι βλεφαρίδες σου. Η αίσθηση οτι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστείς στο άνοιγμα της πόρτας,βιαστικός.

Έκρηξη




Πώς μπόρεσα έστω και για μια στιγμή να μιλήσω για τα μάτια σου;
Να αφήσω τον εαυτό μου για ακόμα μια φορά να σε κοιτάζει;

Αγόρι θα 'θελα να μπορούσα να βγω στους δρόμους και να φωνάζω το πόσο σαγαπώ.Να μ' ακούς και εσύ και να χαμογελάς.Να λες ''ευχαριστούμε πολυ'' και να ακούγεται όπως όταν το λες μέσα από το μικρόφωνο στο τέλος κάθε τραγουδιού.Να ακούγεται όπως τότε.

Το βράδυ εκείνο λοιπόν,με φόντο τον βυσσινί τοίχο,σε εκείνη την ξύλινη καρέκλα,με τις μπύρες ολόγυρα και τα μικρά μπαλκόνια δεξιά μου,σε μπέρδεψα,σε έχασα,σε φώναξα τόσο δυνατά που ξαφνικά σε είδα να γινέσαι λαδομπογιά.Να χύνεσαι εδώ και 'κει.Από το κεφάλι σου να στάζουν χρώματα κόκκινα,απο το λαιμό σου τιρκουάζ και τα δάχτυλα σου να γίνονται πινελα.Τα μάτια σου μόνο,ανέκφραστα.Συνιθισμένα,πάντα στραμμένα σε
ένα αλλόκοτο φως που μόνο για 'σένα επιβίωνε.